Βιβλιοκριτική για
"Τα Τεθωρακισμένα στον Ελληνικό Στρατό (1920 – 1940)"
του Κωνσταντίνου Βλάσση
των εκδόσεων Δούρειος Ίππος , 2017
Υπό του αντιστρατήγου ε. α. Παναγιώτη Γκαρτζονίκα
Οι περισσότερες νέες κυκλοφορίες βιβλίων στη χώρα μας συνοδεύονται από βιβλιοπαρουσιάσεις σε κάποιο έντυπο. Οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι συνήθως επαινετικές για τον συγγραφέα και γίνονται για την προώθηση του βιβλίου του από φίλους ή γνωστούς του. Τέτοιου είδους όμως παρουσιάσεις δεν είναι κριτικές, διότι παίρνουν τη μορφή «λέγε με Goethe να σε λέω Schiller», όπως εύστοχα παρατήρησε ένας Γερμανός κριτικός της λογοτεχνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, αποπειρώμαι να γράψω κριτική για ένα βιβλίο, του οποίου τον συγγραφέα, δηλώνω προκαταβολικά, δεν γνωρίζω ούτε κατ’ όψιν. Ο λόγος για τον οποίο προβαίνω στη βιβλιοκριτική είναι επειδή, διαβάζοντας το βιβλίο, λίγο καθυστερημένα είναι η αλήθεια, διαπίστωσα ότι πρόκειται για το καλύτερο ίσως βιβλίο στρατιωτικής ιστορίας που γράφτηκε την τελευταία τουλάχιστον δεκαετία.
Στρατιωτική ιστορία στην Ελλάδα υπάρχει μόνο αυτή των ιστορικών τμημάτων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, που έχουν συγγράψει την αντίστοιχη συμμετοχή τους στους πολέμους. Η στρατιωτική ιστορία αντιμετωπίζει την αδιαφορία ή την περιφρόνηση της ακαδημαϊκής κοινότητας, με αποτέλεσμα να μην υφίσταται στη χώρα μας στρατιωτική ιστορία ακαδημαϊκού επιπέδου, με αποτέλεσμα η πρόοδος της στρατιωτικής ιστορίας στο διεθνή χώρο τα τελευταία τριάντα χρόνια, να παραμένει εν πολλοίς άγνωστη στην Ελλάδα. Αυτό ωστόσο δεν αποκλείει ανθρώπους με μεράκι και αντίστοιχα ερευνητικά ενδιαφέροντα να ασχολούνται με τη στρατιωτική ιστορία. Και για τους τυχόν δύσπιστους, που πιστεύουν ότι η ιστορική έρευνα είναι αποκλειστικό προνόμιο των επαγγελματιών ιστορικών, αναφέρουμε περί του αντιθέτου δύο ηχηρά παραδείγματα: Στρατιωτικοί ιστορικοί όπως οι Βρετανοί Antony Beevor και Max Hastings ή ο Αμερικανός Rick Atkinson, γράφουν στρατιωτική ιστορία υψηλού επιπέδου και τα έργα τους έχουν τεράστια απήχηση, χωρίς οι ίδιοι να έχουν σπουδάσει ιστορία. Στην προκειμένη περίπτωση ο Κωνσταντίνος Βλάσσης, χωρίς να είναι ιστορικός, έχει συγγράψει αξιόλογα ιστορικά έργα. Μνημονεύω μόνο το Οι Εξοπλισμοί της Ελλάδος 1936-1940, όπου δημοσιεύθηκαν τα επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης (ΑΣΕΑ) και συγκεκριμένα οι αποφάσεις που ελήφθησαν για τους εξοπλισμούς μεταξύ Ιανουαρίου 1936 και Οκτωβρίου 1940, με εύστοχο και λεπτομερή σχολιασμό.
Στρατιωτική ιστορία δεν είναι μόνο η περιγραφή μαχών. Η οργάνωση και η συγκρότηση του στρατού, οι εξοπλισμοί, το στρατιωτικό δόγμα και οι εν γένει πολεμικές προετοιμασίες από τον καιρό της ειρήνης, αποτελούν επίσης σοβαρά αντικείμενα έρευνας της στρατιωτικής ιστορίας. Και το βιβλίο του Κωνσταντίνου Βλάσση ασχολείται με όλους τους παραπάνω τομείς. Υπό αυτή την έννοια, ο τίτλος αδικεί το βιβλίο διότι είναι πολύ περιορισμένος σε σχέση με τα θέματα που καλύπτει. Άλλωστε επικρατεί σε κάποιους η εντύπωση ότι ένα βιβλίο για τα τεθωρακισμένα πρέπει να προέρχεται από κάποιον που «κατάγεται» από αυτό το Όπλο και απευθύνεται σε όσους ανήκουν στη «φυλή» των τεθωρακισμένων. Ο συγγραφέας ωστόσο δεν προέρχεται από τα τεθωρακισμένα και το βιβλίο παρουσιάζει ευρύτερο ιστορικό ενδιαφέρον και εκτός στρατού, διότι η θεματολογία του άπτεται της αμυντικής πολιτικής της χώρας η οποία μέχρι σήμερα δεν έχει διερευνηθεί. Και τούτο επειδή το βιβλίο φωτίζει άγνωστες πτυχές της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ελλάδας αλλά και της οικονομικής ζωής του Μεσοπολέμου, εκτός από την ιστορία των τεθωρακισμένων η οποία είναι όντως εξαντλητική.
Ο σύγχρονος πόλεμος γεννήθηκε στα πεδία των μαχών του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά τη λήξη του, όλοι οι στρατοί επιδόθηκαν αφενός μεν στο να ενσωματώσουν τα διδάγματα του πολέμου στο δόγμα τους, αφετέρου δε στο να εξοπλιστούν με άρματα και αεροπλάνα, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα και το δόγμα για τη χρησιμοποίησή τους. Αυτή είναι η πιο γόνιμη περίοδος για όλους τους στρατούς και πολλές από εκείνες τις συζητήσεις επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Για τον Ελληνικό Στρατό αυτή είναι επίσης η πιο γόνιμη περίοδος και μάλλον η γονιμότερη σε όλη την ιστορία του. Από το 1925 έως το 1940 εκδόθηκαν πλήθος περιοδικών και βιβλίων από τους στρατιωτικούς και έγιναν πολυάριθμες συζητήσεις, που χωρίς υπερβολή σήμερα μάλλον δεν γίνονται. Για παράδειγμα, το 1931 έγινε ευρεία συζήτηση στην Επιθεώρηση Πεζικού και στη Στρατιωτική Επιθεώρηση για τη σύνθεση της διμοιρίας πεζικού. Το 1936 προκηρύχθηκε διαγωνισμός με θέμα αν τα άρματα μπορούν να επιχειρήσουν στη Βαλκανική, διότι αυτό ήταν τότε αντικείμενο έντονων συζητήσεων. Οι τρεις πρώτες σχετικές μελέτες δημοσιεύθηκαν στη Στρατιωτική Επιθεώρηση και η καλύτερη, του ταγματάρχη Λαγγουράνη, αναδημοσιεύεται και στο βιβλίο.
Εδώ έγκειται η μεγάλη αξία και η πρωτοτυπία του βιβλίου: συλλαμβάνει την προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε στον Μεσοπόλεμο για την προμήθεια αρμάτων καθώς και τους προβληματισμούς για τη χρησιμοποίησή τους, εντάσσοντας αυτά στο διεθνές πλαίσιο των προβληματισμών της ίδιας περιόδου. Καταγράφονται όλες οι ενέργειες που έγιναν για την προμήθεια αρμάτων και οι οποίες τελικά δεν καρποφόρησαν. Η Ελλάδα κατέληξε να είναι η μοναδική χώρα στα Βαλκάνια που δεν διέθετε άρματα το 1940. Βεβαίως το 1939 ήταν αδύνατο να βρούμε προμηθευτές. Η εξοπλιστική προσπάθεια όμως μίας χώρας πρέπει να είναι συνεχής και όφειλε να έχει αρχίσει πολύ νωρίτερα. Αυτό κάτι πρέπει να μας διδάξει και για τις σημερινές εξοπλιστικές προσπάθειες της χώρας.
Το βιβλίο αναδεικνύει την προσωπικότητα του συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη ο οποίος, αν ζούσε σε μία μεγάλη χώρα θα ήταν γνωστός και ισάξιος του Fuller, του Liddell Hart και του Guderian. Υπήρξε πολυγραφότατος, ακούραστος και ο διαπρύσιος συνήγορος της μηχανοκίνησης του Ελληνικού Στρατού. Τα βιβλία και τα άρθρα του θα ήταν χρήσιμα ακόμη και σήμερα στο στρατό μας. Πέραν των απόψεών του που τεκμηριώνονται στο βιβλίο, επισημαίνουμε εδώ ένα χαρακτηριστικό γεγονός. Η εκστρατεία της Γερμανίας εναντίον της Πολωνίας πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 1939 και τα διδάγματα από εκείνη την εκστρατεία δημοσίευσε ο Δαβάκης στη Στρατιωτική Επιθεώρηση τον επόμενο μήνα. Σήμερα, ακόμη κι αν κάποιος συντάξει τα διδάγματα ενός πολέμου, θα χρειάζονταν αρκετοί μήνες μέχρι να εγκριθούν από τις αρμόδιες επιτροπές και να δημοσιευθούν. Ενδεικτικά, για τον Πρώτο Πόλεμο του Κόλπου το 1991 στη Στρατιωτική Επιθεώρηση δημοσιεύτηκαν σε άρθρο διδάγματά του το 1995. Το Υπόμνημα επί της Αμύνης των Συνόρων που συνέταξε ο Δαβάκης την 1η Μαρτίου 1935 – διότι δεν συμμετείχαν όλοι οι αξιωματικοί στα κινήματα – θα έπρεπε ίσως να το διαβάζουν και σήμερα οι αξιωματικοί και ειδικά όσοι ασχολούνται με την οχύρωση στον 21ο αιώνα. Τα επιχειρήματα του Δαβάκη για τη μηχανοκίνηση και την οχύρωση διατηρούν μέχρι σήμερα την αξία τους.
Ο Δαβάκης όμως είναι περισσότερο γνωστός ως ο ηρωικός διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου παρά για το διανοητικό του έργο. Δεν υπάρχουν εργασίες για τη συμβολή του στις στρατιωτικές σχολές, πόσο μάλλον στον ακαδημαϊκό χώρο. Για λόγους σύγκρισης ας αναφέρουμε ότι οι αντίστοιχες δραστηριότητες για τη μηχανοκίνηση και το δόγμα των τεθωρακισμένων στις άλλες χώρες έχουν καταγραφεί πολλαπλώς και συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Για παράδειγμα η Mary Habeck, καθηγήτρια στο Johns Hopkins University, έκανε το διδακτορικό της στο Yale με αντικείμενο την ανάπτυξη των τεθωρακισμένων στη Γερμανία και τη Ρωσία, την περίοδο του Μεσοπολέμου, το οποίο εκδόθηκε σε βιβλίο το 2014, το πιο πρόσφατο σε έναν μακρύ κατάλογο ανάλογων έργων. Στην Ελλάδα απουσιάζει παντελώς οποιοδήποτε ενδιαφέρον για τον Δαβάκη όχι μόνο στα ακαδημαϊκά ιδρύματα, αλλά και στα στρατιωτικά σχολεία. Εμείς ας ελπίσουμε ότι το παράδειγμα του Βλάσση θα ακολουθήσουν και άλλοι.
Ένα άλλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι η παράθεση σε παραρτήματα αυτούσιων πρωτογενών πηγών όπως αναφορές, διαταγές και άλλα έγγραφα, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να σχηματίσει πληρέστερη εικόνα. Στα μείον του βιβλίου θα κατέγραφα δύο ελάσσονος σημασίας παρατηρήσεις. Πρώτον, δεν υπάρχει ευρετήριο και, δεύτερον, η διαρρύθμιση της ύλης θα μπορούσε να είναι καλύτερη, με διαφοροποίηση του μεγέθους της γραμματοσειράς.