Μεγαλώσαμε, ακούγοντας φρικτές ιστορίες για το παιδομάζωμα των Τούρκων και την μεταστροφή των χριστιανόπαιδων σε φανατικούς Γενίτσαρους. Η αλήθεια είναι, πως οι γενίτσαροι, μετά την απόλυτη «τουρκοποίηση» τους, από πειθήνια εκτελεστικά όργανα και πιστοί του εκάστοτε Σουλτάνου, κατέληξαν να ανεβάζουν και να κατεβάζουν όχι μόνο τα μέλη των κυβερνήσεων (βεζίριδες, αξιωματούχους, υπουργούς κλπ) της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλλά ακόμα και τους ίδιους τους Σουλτάνους. Λειτουργώντας όπως οι Πραιτωριανοί στην Ρώμη, εκμεταλλευόμενοι την κλειστή εσωτερική λειτουργία του πειθαρχημένου στρατιωτικού σώματος και τον χαλαρό κεντρικό έλεγχο, κατέληξαν σταδιακά να αποτελούν κίνδυνο για ολόκληρη την κρατική Οθωμανική εξουσία.
Μέρος 1ο: Η Ίδρυση του Σώματος των Γενίτσαρων
Το σώμα αυτό πρωτοσυστάθηκε από τον Σουλτάνο Ορχάν Α΄(1327 – 1360), ως απειθάρχητα πεζά τάγματα τα λεγόμενα «ya-ya». Σημειώνεται, ότι ο οθωμανικός στρατός αρχικά αποτελούνταν από άτακτες ομάδες ιππέων τοπικών φυλών προσκείμενων στο Σουλτάνο. Καθώς όμως το Σουλτανάτο επεκτεινόταν, οι άρχοντες των φυλών αυτών διορίστηκαν ως «αφέντες των συνόρων» φέροντας τον τίτλο του «Üçbay (Ούτσμπεη)», προκειμένου αυτοί να διευρύνουν την επικράτεια. Όμως ο Σουλτάνος Ορχάν, αφού αντιλήφθηκε την ανάγκη μιας ιδιαίτερης και αφοσιωμένης στρατιωτικής μετακινούμενης δύναμης, που θα εξασφάλιζε την αφοσίωση αλλά και την ισορροπία μεταξύ των φυλών, ανάθεσε στο βεζίρη του, Καρά Χαλί Τσεντερελή, να δημιουργήσει ένα νέο σώμα που να μπορούσε αφενός μεν να τα βγάλει πέρα με τους Βυζαντινούς και αφετέρου να εξασφαλίσει αυτή την αφοσίωση και την πειθαρχία στο πρόσωπο του Σουλτάνου, σύμφωνα με τα πρότυπα του επίλεκτου Τάγματος της «Βαραγγικής Φρουράς», του Βυζαντίου το οποίο είχε συσταθεί από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Βασίλειο Β΄ τον Βουλγαροκτόνο, από 6000 μισθοφόρους Βαράγγων Ρως.
Ο θεσμός των γενίτσαρων συστηματοποιήθηκε και μονιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια που Σουλτάνος ήταν ο Μουράτ Α' (1362 – 1389). Αυτός ουσιαστικά μετέτρεψε τη νομαδική φυλή των Οθωμανών σε Αυτοκρατορία καθώς επίσης το 1383 καθιέρωσε και τον τίτλο του Σουλτάνου. Τότε εμφανίστηκαν αρκετά προβλήματα λόγω της αναδιοργάνωσης τα οποία επηρέασαν και την στρατολογία των γενίτσαρων. Για το τελευταίο, σαν λύση
αποφασίστηκε η εξής: Το 1362, που ανέλαβε την εξουσία, επέβαλε το νόμο του «ενός πέμπτου» εισάγοντας ένα νέο φορολογικό σύστημα. Επειδή οι μόνιμοι υπόδουλοι του σουλτάνου (ραγιάδες) όφειλαν τη ζωή τους σ' αυτόν, ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν φόρο. Ο φόρος αυτός εξελίχθηκε με τον καιρό, σε φόρο «αίματος», το ονομαζόμενο «παιδομάζωμα» (devşirme). Σύμφωνα με αυτόν όλοι σχεδόν οι υπόδουλοι χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, είχαν την υποχρέωση να δίνουν τα πιο δυνατά και έξυπνα αγόρια τους στο Σουλτάνο, ηλικίας από 6 - 15 χρονών εξ ού και το όνομα «παιδομάζωμα». Αργότερα η ηλικία αυτή έφθανε μέχρι 20 – 22 χρόνων. Το παιδομάζωμα συστηματοποιήθηκε την εποχή του Σελήμ του Α' και του Σουλεϊμάν του Α' του Μεγαλοπρεπούς. Στην αρχή ο απαίσιος αυτός φόρος πληρωνόταν κάθε 5 χρόνια, μετά κάθε 3 και τέλος κατάληξε η «πληρωμή» να γίνεται κάθε φορά που ο τουρκικός στρατός είχε ανάγκη από καινούριους στρατιώτες.
Οι γενίτσαροι προέρχονταν κυρίως από τη στρατολόγηση νεαρών χριστιανών από ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια και ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια, εξαιρουμένων όμως της Κωνσταντινούπολης και της Ρόδου. Από το παιδομάζωμα εξαιρούνταν οι Εβραίοι, όπου σύμφωνα με έρευνα από πρόσφατους ιστορικούς η εξαίρεση αυτή έγινε, είτε ως αποτέλεσμα συμφωνίας, είτε διότι η πλειοψηφία των Εβραίων ζούσε στις πόλεις. Μέχρι πρόσφατα, επίσης, εθεωρείτο ότι εξαιρούνταν και οι Αρμένιοι, όμως τώρα φαίνεται από τις ίδιες έρευνες, αυτό δεν ίσχυε πάντα. Τέλος οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας υπόκεινταν επίσης σε στρατολόγηση, αλλά υπηρετούσαν απευθείας στο παλάτι αντί του στρατού.
Το 1601 με φιρμάνι της Υψηλής Πύλης προς τις οθωμανικές αρχές της Ρούμελης, που είχε ημερομηνία 29 Μαρτίου, ορίζονταν ότι: «Οι νέοι των απίστων (που προορίζονται για γενίτσαροι) έπρεπε να είναι καλλίμορφοι, αρτιμελείς και προς πόλεμον κατάλληλοι. Εάν κάποιος αντισταθεί εις την παράδοσιν των γενιτσάρων να απαγχονίζεται αμέσως, εις το κατώφλι της θύρας του».
Μέρος 2ο: Στρατολόγηση και εκπαίδευση των Γενίτσαρων
Οι γενίτσαροι συγκεντρώνονταν στην Κωνσταντινούπολη όπου και χωρίζονταν σε ομάδες. Δεν ήταν μόνο στρατιωτικός ο σκοπός τους. Αυτοί που επιλέγονταν για υπηρεσία στο παλάτι, στην προσωπική φρουρά του Σουλτάνου, εκτός των άλλων, εκπαιδεύονταν στα γράμματα, μάθαιναν γραφή και ανάγνωση, καθώς και διάφορες τέχνες· ύστερα από δύο ως εφτά χρόνια περνούσαν από μια δεύτερη διαδικασία επιλογής και τέλος έβγαιναν από το παλάτι με διάφορους βαθμούς της στρατιωτικής και διοικητικής ιεραρχίας.
Οι υπόλοιποι, στέλνονταν σε εύπορες οικογένειες Τούρκων στην ύπαιθρο προκειμένου να μάθουν τη γλώσσα και τους τύπους της θρησκείας, λίγα χρόνια μετά εκπαιδεύονταν στη στρατιωτική τέχνη και πειθαρχία (οπότε και ονομάζονταν «ατζαμήδες =νεοσύλλεκτοι») και εντάσσονταν σε επίλεκτα σώματα τυφεκιοφόρων, τους περίφημους καθ’ αυτό γενίτσαρους, ή και σε άλλα έμμισθα σώματα, όπως τους «οπλουργούς» ή τους «πυροβολητές» και κατασκευαστές κανονιών, τους λογχοφόρους ιππείς ή σπαχήδες (οι σπαχήδες αυτοί δεν πρέπει να συγχέονται με το ομώνυμο σώμα «τιμαριούχων ιππέων», που ήταν αποκλειστικά Οθωμανοί).
Οι γενίτσαροι έχαναν τελείως το συναίσθημα της καταγωγής τους και μη έχοντας κοινωνικές σχέσεις (τους απαγορευόταν και ο γάμος), γίνονταν πολεμικές μηχανές. Θεωρούσαν τον εαυτό τους «δούλο» με αρχηγό τους τον ανώτατο διοικητή τους και πατρίδα τους το θάλαμο του στρατοπέδου τους. Το ιερότατο πράγμα γι' αυτούς ήταν το καζάνι του μαγειρείου τους πάνω στο οποίο έδιναν και τον όρκο του γενίτσαρου. Η αντικατάσταση του παλιού καζανιού από ένα άλλο καινούριο αποτελούσε σημαντικό γεγονός γι' αυτούς και το γιόρταζαν με μεγάλες γιορτές.
Συμπερασματικά, οι γενίτσαροι ανήκαν στους «δούλους της πύλης / του σουλτάνου» (όχι με την έννοια του «δούλου», όπως την εννοούμε σήμερα). Ο θεσμός αυτός, η χρήση δηλαδή «βασιλικών σκλάβων» στο στρατό και τη διοίκηση, εντάσσεται σε μια μακραίωνη μεσανατολική παράδοση (με καταβολές στο αρχαίο Ιράν, την κεντρική Ασία και τους Σελτζούκους Τούρκους) και εξασφάλιζε θεωρητικά την απόλυτη κυριαρχία του σουλτάνου, που είχε έτσι στη διάθεσή του ένα σώμα αφοσιωμένων και πειθαρχημένων ακολούθων, επάνω στους οποίους είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου γιατί όπως αναφέρθηκε παραπάνω οι «σκλάβοι» αυτοί συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή όμηροι από νεοκατακτημένες περιοχές ή προέρχονταν από σκλαβοπάζαρα, ή, τέλος, από το περιβόητο παιδομάζωμα
Γενικός διοικητής όλων των ταγμάτων του Σώματος των Γενιτσάρων ήταν ο «Αγάς των Γενιτσάρων», που ήταν υπεύθυνος για τη στρατολόγηση των νεοσύλλεκτων, την εκπαίδευσή τους, τη συνεχή εκπαίδευση όλων των ταγμάτων, την ασφάλειά κατά τις μετακινήσεις τους, τη στρατιωτική τακτική, καθώς και για όλα τα θέματα διοικητικής μέριμνας, (τροφοδοσίας, διανομής λαφύρων, πληρωμών κλπ). «Τιμής ένεκεν» τον τίτλο αυτόν τον έφερε και ο ίδιος ο Σουλτάνος. Οι πληρωμές γίνονταν ανά τρίμηνο στα Ανάκτορα. Παρά ταύτα, ο Σουλτάνος, στους τελευταίους αιώνες, πήγαινε ο ίδιος στη διοίκηση των Γενιτσάρων και λάμβανε από εκεί τον μισθό του, ως διοικητού, του 1ου ορτά των γενιτσάρων (Λόχος Ανακτόρων), για ανάπτυξη αφοσίωσης και πίστης των Γενιτσάρων στο πρόσωπό του. Σημειώνεται ότι στους πρώτους αιώνες της δημιουργίας του Σώματος των Γενίτσαρων, οι Σουλτάνοι ηγούνταν αυτών στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Τα τάγματα του Σώματος των Γενιτσάρων αποτελούσαν, τις, τρόπον τινά, επίλεκτες μονάδες του οθωμανικού στρατού, ιδίως κατά το 15ο και 16ο αιώνα, οπότε και χρησιμοποιούσαν πυροβόλα όπλα (το μεγάλο πλεονέκτημα των Οθωμανών) σε αντίθεση με τους λογχοφόρους σπαχήδες. Από το 17ο αιώνα και μετά και άλλα σώματα (κυρίως μισθοφορικά) χρησιμοποιούν πλέον μουσκέτα, ο ρόλος των γενιτσάρων όμως στον πόλεμο παραμένει σημαντικός, καθώς ουσιαστικά αποτελούν το κύριο σώμα του μόνιμου στρατού της αυτοκρατορίας καθώς επίσης και τον «τρομοκράτη» των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μέρος 3ο: Το Οθωμανικό Παράδοξο και ο ρόλος των γενιτσάρων στη ζωή της πρωτεύουσας και οι εξεγέρσεις τους
Από τα μέσα του 15ου αιώνα και μετά, όλη η ανώτερη και ανώτατη διοίκηση, του Μεγάλου Βεζίρη συμπεριλαμβανομένου, αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τέτοιους «δούλους» του σουλτάνου, με αποτέλεσμα σιγά σιγά, ως και τον 17ο αιώνα, το διαρκώς επεκτεινόμενο και οικονομικά εύρωστο οθωμανικό κράτος, κατέληξε να διοικείται και να προστατεύεται ουσιαστικά από μη Τούρκους.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι τουλάχιστον 12 από τους πιο φημισμένους ανώτατους στρατιωτικούς διοικητές του οθωμανικού κράτους και τέσσερις από τους κορυφαίους ναυτικούς διοικητές, προέρχονταν είτε από το παιδομάζωμα, είτε εξισλαμίστηκαν με τη θέλησή τους. Στον κολοφώνα της οθωμανικής δύναμης, κατά τον 16ο αιώνα οι γενίτσαροι παρήγαγαν ηγέτες, όπως ο Μεγάλος Βεζίρης του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, Ιμπραήμ Πασάς, που είχε γεννηθεί από χριστιανική οικογένεια στην Πάργα της Ηπείρου και απήχθη σε μικρή ηλικία από Τούρκους πειρατές, οι οποίοι τον πούλησαν κατόπιν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου. Ο καλύτερος και πιο γνωστός Καπουδάν Πασάς (Αρχιναύαρχος) του Οθωμανικού Στόλου επί Βασιλείας του Σουλεϊμάν, ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσσα, ήταν επίσης Έλληνας, γιος ενός ψαρά από τη Λέσβο, ενώ ο θεωρούμενος ως ο μεγαλύτερος μηχανικός και αρχιτέκτονας των Οθωμανών, ο Σινάν Πασάς, που σχεδίασε και κατασκεύασε περισσότερα από 350 τζαμιά (ανάμεσα σε αυτά και δύο ιδιαίτερα μεγαλοπρεπή στην Αδριανούπολη και στην Κωνσταντινούπολη), ήταν χριστιανός της Μικράς Ασίας που είχε πέσει θύμα του παιδομαζώματος, σε ηλικία 21 ετών. Σε μια περίοδο 170 ετών, από το 1453 ως το 1623, μόνο πέντε, από τους 47 μεγάλους βεζίρηδες ήταν αμιγώς τουρκικής καταγωγής.
Ένας από τους λόγους που ώθησαν τους Οθωμανούς να δημιουργήσουν αυτή τη νέα ελίτ σκλάβων από τους υποταγμένους χριστιανικούς πληθυσμούς, ήταν και η σαφής απαγόρευση του νόμου του Ισλάμ να γίνεται μεταχείριση των αμιγώς Οθωμανών μουσουλμάνων, ως δούλων. Για να γινόταν κάποιος αξιωματούχος στην οθωμανική ελίτ ίσχυαν δύο βασικές προϋποθέσεις: Να μιλούν την οθωμανική (τουρκική) γλώσσα και να ήταν μουσουλμάνοι. Με μία πραγματικά δεξιοτεχνική ερμηνεία του θρησκευτικού νόμου, την οποία θα ζήλευαν ακόμη και οι Ιησουίτες, οι Τούρκοι είχαν αποφανθεί από νωρίς πως αν υποδούλωναν χριστιανούς και κατόπιν τους εξισλάμιζαν η αλλαγή πίστης ήταν αποδεκτή, αλλά η δουλεία δεν μπορούσε να αναιρεθεί. Το παράξενο αυτό σύστημα λειτούργησε αποδοτικά για τους Οθωμανούς επί αιώνες και δεν είναι ίσως τυχαίο, ότι η παρακμή της αυτοκρατορίας άρχισε από την εποχή κατά την οποία μειώθηκε ή εκφυλίσθηκε δραστικά το παιδομάζωμα (ντεβσιρμέ). Είτε για λόγους συγκυρίας, είτε για ουσιαστικότερους, το αποκορύφωμα του παιδομαζώματος συνέπεσε με το απόγειο της ισχύος του οθωμανικού κράτους.
Με τον καιρό ήταν τόσο μεγάλη η εξέλιξη του Σώματος των γενίτσαρων, που έφτασε εποχή που αριθμούσε περίπου τους 140.000 στρατιώτες. Με την τόσο μεγάλη φήμη του όμως δημιούργησε έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των υποψήφιων που ήθελαν να μπουν σ' αυτό, γιατί και πολλές τουρκικές οικογένειες ήθελαν να στείλουν εκεί τα παιδιά τους, αφού ήταν δεδομένο, ότι το Σώμα απολάμβανε την αγάπη και την προστασία του σουλτάνου.
Ένα φαινόμενο που τονίζεται συχνά από την οθωμανική πολιτική γραμματεία είναι η ενασχόληση πολλών «δούλων της πύλης» με διάφορες δραστηριότητες ξένες προς την αποστολή τους, κυρίως με κερδοφόρες εμπορικές επιχειρήσεις· σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις οι επιχειρήσεις αυτές δεν είναι καν νόμιμες. Αναφέρεται, για παράδειγμα, η συνεργασία γενιτσάρων με απίστους για το λαθρεμπόριο κρασιού, ή η παράνομη ενασχόληση γενιτσάρων με το δουλεμπόριο. Πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ολόκληρο αυτό το ιστοριογραφικό μοτίβο εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο είδος «λόγου της παρακμής» και πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Στην πραγματικότητα, η οικονομική δραστηριότητα δεν ήταν ποτέ ασύμβατη με την ιδιότητα του «στρατιωτικού» και δούλοι του σουλτάνου –είτε γενίτσαροι είτε αξιωματούχοι– ασκούσαν αγροτικές και εμπορικές δραστηριότητες ήδη (τουλάχιστον) από τις αρχές του 16ου αιώνα. Άλλωστε, κάποιες από τις δραστηριότητες αυτές είχαν ενίοτε όχι συμπληρωματικό αλλά βιοποριστικό χαρακτήρα, ιδίως όσον αφορά τις φρουρές των κάστρων, οι οποίες πληρώνονταν πολύ λιγότερο τακτικά απ’ ό,τι τα τακτικά στρατεύματα και αναγκάζονταν να κάνουν εμπόριο (ή και λαθρεμπόριο) με τους τοπικούς πληθυσμούς μέχρι να πληρωθούν τους μισθούς τους και να εξασφαλίσουν τα «ευ ζείν» τους.
Στο πλαίσιο αυτό της γενιτσαρικής επιχειρηματικότητας, είναι ενδιαφέρον να σημειώσει κανείς ότι στις απογραφές περιουσιών της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα οι κατώτεροι στρατιωτικοί φαίνεται να έχουν κυρίως μετρητά και δευτερευόντως ακίνητη περιουσία, κάτι που μοιάζει να αντιστρέφεται στους στρατιωτικούς αξιωματούχους, οι οποίοι ενδεχομένως στρέφονταν και σε επενδύσεις. Το πώς μια τέτοια περιουσία μπορούσε να αποκτηθεί φαίνεται, για παράδειγμα, όταν το 1651 οι γενίτσαροι που κυριαρχούν τότε στην πρωτεύουσα επιβάλλουν υψηλότερες τιμές στα υλικά που πουλούν στο δημόσιο, ανακατεύονται στον ορισμό των τιμών των προϊόντων και επενδύουν κεφάλαιο σε καταστήματα (π.χ. φούρνους ή παντοπωλεία) τα οποία χαίρουν προνομιακής μεταχείρισης. Αργότερα, και αντίθετα με τις εξεγέρσεις των σπαχήδων, οι οποίες εξέφραζαν ίσως περισσότερο τα συμφέροντα της μικρασιατικής αγροτικής οικονομίας, οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων μοιάζουν να επιδιώκουν συχνά το συμφέρον των εμποροβιοτεχνικών τάξεων της πρωτεύουσας, σε συμμαχία συνήθως με κάποιες ομάδες της ελίτ. Το 18ο αιώνα πια η συμμαχία των γενιτσάρων με τους εμποροβιοτέχνες της Κωνσταντινούπολης, πολλοί από τους οποίους οπωσδήποτε ανήκαν στο σώμα ή είχαν συγγενικές σχέσεις με γενιτσάρους, ήταν γεγονός.
Μέρος 4ο: Η υποταγή και η κατάργηση του Σώματος των Γενίτσαρων
Το 1826 αμέσως μετά την παράδοση των εξεγερμένων Ελλήνων στο Μεσολόγγι, ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ ένιωσε αρκετά ισχυρός ώστε να επαναφέρει το δημοφιλές σχέδιο των προκατόχων του στο μονοπάτι της μεταρρύθμισης και να διατάξει σχηματισμό στρατού νέου τύπου, με ευρωπαϊκή εκπαίδευση και εξοπλισμό. Με ένα Αυτοκρατορικό Διάταγμα (φιρμάνι / Χατ-ι-σερίφ) θεσπίστηκε η ίδρυση του νέου σώματος. Το Σώμα των Γενίτσαρων θα διατηρούνταν, αλλά κάθε Τάγμα που στρατοπέδευε στην πρωτεύουσα θα προσέφερε 150 άνδρες στην καινούργια δύναμη. Αν και αυτή η δύναμη ήταν ουσιαστικά η αναβίωση του Nizam-i Cedid (Νέα Τάξη) του Σουλτάνου Σελήμ Γ΄, ο Μαχμούτ Β΄ φρόντισε, στο διάταγμά του που την καθιέρωνε, να αποφύγει οποιαδήποτε αναφορά στη μεταρρύθμιση ή στους μεταρρυθμιστές, λάθος που έκανε τότε ο Σελήμ Γ΄ και εκτελέστηκε από τους Γενίτσαρους που τον καθαίρεσαν. Αντίθετα, παρουσίασε με κομψό τρόπο, την καινούργια δύναμη ως αποκατάσταση της στρατιωτικής τάξης του Σουλεϊμάν Α΄ του Μεγαλοπρεπή, που από την εποχή του Κοτσού Μπέη, αποτελούσε την πανάκεια όλων όσων επιζητούσαν να αναζωογονήσουν τη δύναμη της αυτοκρατορίας καταφεύγοντας στις πρακτικές της χρυσής εποχής. Ο Σουλτάνος μάλιστα διευκρίνισε ότι η νέα δύναμη δεν θα εκπαιδεύονταν από Χριστιανούς ή από ξένους, αλλά μόνο από μουσουλμάνους αξιωματικούς, γνώστες των σύγχρονων στρατιωτικών μεθόδων. Όλα είχαν εγκριθεί από τον Σεϊχουλισλάμη (Αρχιμουφτή) και τους Ουλεμά, με τη δικαιολογία ότι το μέτρο αυτό ήταν επιβεβλημένο λόγω των πιεστικών αναγκών του ιερού πολέμου εναντίον των απίστων.
Οι Γενίτσαροι όμως, δεν στάθηκε δυνατό να πειστούν, κάτι για το οποίο ο Μαχμούτ Β΄ δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Στις 15 Ιουνίου 1826, δέκα ημέρες μετά την επίσημη παρουσίαση του νέου σώματος, στασίασαν για τελευταία φορά. Αναποδογυρίζοντας τα καζάνια με τη σούπα, παραδοσιακή χειρονομία ανταρσίας, τα πέντε τάγματα των γενίτσαρων συγκεντρώθηκαν στο Ετμεγίντανι και σύντομα τα ακολούθησε ένας εξοργισμένος όχλος, ανυπόμονος να επαναλάβει τη σφαγή του 1807. Αυτή τη φορά όμως, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ήταν εναντίον τους και ο Μαχμούτ Β΄ τους περίμενε «στη γωνία».
Ένας αφοσιωμένος ανώτατος Αξιωματικός του Σουλτάνου, ο Αγά Χουσεϊν Πασάς, είχε φθάσει με τους στρατιώτες του και το πυροβολικό του και οι γενίτσαροι βρέθηκαν ανήμποροι απέναντι στα κανόνια. Τριάντα λεπτά ομοβροντιών εναντίον της κατάμεστης πλατείας και των στρατώνων υπήρξαν αρκετά για να εξαλείψουν τους γενίτσαρους και να καταστρέψουν έναν θεσμό αιώνων που κάποτε αποτελούσε τον φόβο και τον τρόμο της Ευρώπης και τελευταία είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Σουλτάνων και των νομοταγών υπηκόων της αυτοκρατορίας.
Μια διακήρυξη που εκδόθηκε στις 17 Ιουνίου 1826 καταργούσε και επίσημα τυπικά των Σώμα των Γενίτσαρων και δημιουργούσε στη θέση του, το νέο στρατό τον επονομαζόμενο «Ασακιρί Μανσουρε-ι Μουχανμεντιγιέ = οι νικηφόροι στρατιώτες του Μωάμεθ». Ο Αγά Χουσεϊν Πασάς, που και ο ίδιος είχε διατελέσει Αγάς των Γενίτσαρων, ήταν ο πρώτος που διοίκησε τη νέα δύναμη.
Ένα μήνα αργότερα με τη προσχηματική κατηγορία της ανακίνησης ανταρσίας εναντίον της διάλυσης των γενίτσαρων, ο Σουλτάνος διέλυσε και την αδελφότητα των Μπεκτασήδων – Δερβίδηδων, που για αιώνες είχε στενούς δεσμούς με το συγκεκριμένο Σώμα.
Με τη σφαγή των Γενίτσαρων, γνωστή στους μεταρρυθμιστές, ως «Vaka-ı Hayriye = Το Αίσιο Γεγονός» ολοκληρώθηκε το προπαρασκευαστικό μέρος της εκστρατείας και για τον τερματισμό της επαρχιακής αυτονομίας.
Τη σφαγή στην Κωνσταντινούπολη ακολούθησε μαζικός διωγμός των γενίτσαρων σε ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια, με αρκετές χιλιάδες επιπλέον θύματα.
Έτσι με αυτόν τον τραγικό τρόπο, μετά από περίπου 5 αιώνες τερματίσθηκε ο θεσμός των γενίτσαρων, που συσσώρευσε αίμα και δάκρυ στους υπόδουλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ πολλές φορές απείλησε ακόμα και την ίδια την Αυτοκρατορία και ορισμένους Σουλτάνους της.
Λαϊκή παράδοση
Το παιδομάζωμα και ο θρήνος των μητέρων για τα παιδιά τους καταγράφεται σε πολλά δημοτικά τραγούδια. Ένα από αυτά ήταν και το παρακάτω:
Ανάθεμά σε, βασιλιά,
και τρις ανάθεμα σε,
με το κακό οπόκαμες,
και το κακό που κάνεις.
Στέλνεις, δένεις τους γέροντας,
τους πρώτους, τους παπάδες
να μάσης παιδομάζωμα,
να κάμεις γενιτσάρους.
Κλαιν' οι γονέοι τα παιδιά,
κ' οι αδελφές τ' αδέλφια,
Κλαίγω κ' εγώ και καίγομαι
και όσο θα ζω θα κλαίγω.
Πέρσι πήραν τον γιόκα μου,
φέτο τον αδελφό μου
Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Α Φ Ι Α
1. İnalcık, Halıl., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η κλασική περίοδος 1300-1600 εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995.
2. Gibb, H.A.R. – Bowen, H., Η ισλαμική κοινωνία και η Δύση 1: Η διοικητική ιεραρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Εκδόσεις Ιανός, Αθήνα 2005.
3. Bernard Lewis, Η ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας. Τόμος Ι: Τα στάδια της ανάδυσης. Εκδόσεις Παπαζήση. Αθήνα, 2001.
4. Quataert, D., Η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι τελευταίοι αιώνες, 1700-1922 Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Αθήνα 2006.