Ορλωφικά και Εικοσιένα: Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις που εκδήλωσε το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Η πρώτη απέτυχε η δεύτερη θριάμβευσε. Γιατί;  (Μέρος 2ο)

Ορλωφικά και Εικοσιένα: Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις που εκδήλωσε το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Η πρώτη απέτυχε η δεύτερη θριάμβευσε. Γιατί;  (Μέρος 2ο)
Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
ΤΑΞΙΑΡΧΟΣ Ε.Α.

Ορλωφικά και Εικοσιένα:

Οι δύο μεγάλες επαναστάσεις που εκδήλωσε το ελληνικό έθνος κατά τη διάρκεια της Οθωμανοκρατίας.

Η πρώτη απέτυχε η δεύτερη θριάμβευσε. Γιατί;  (Μέρος 2ο)

 

Γράφει ο Ταξίαρχος (ΠΖ) ε.α. Νικόλαος Νικολάου - Πτυχιούχος στο τμήμα «Τουρκικών Μεσανατολικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών»/ΕΚΠΑ με ειδίκευση στην Οθωμανολογία/Τουρκολογία, Αραβολογία και Ισλαμική Θεματολογία.

 

   Όταν εκδηλώθηκε η Ελληνική Επανάσταση του 1821, οι ίδιοι οι οθωμανοί ιθύνοντες δεν αντιλήφθηκαν αμέσως για ποιό λόγο ξεσηκώθηκαν οι Έλληνες εναντίον τους. Πίστευαν ότι πρόκειται και αυτή για μια αντάρτικη αποστασία με θρησκευτικό μανδύα. Η τάση τους ήταν να ερμηνεύσουν και να πραγματευτούν το γεγονός, όπως κάθε άλλη τοπική ανταρσία και με γνώμονα το ιστορικό προηγούμενο της «εξέγερσης- επανάστασης» του 1770. Δηλαδή σαν άλλη μια ακόμα υποκινούμενη εξέγερση από εξωτερικές επιρροές. Γιαυτό δεν επεξεργάστηκαν μια εναλλακτική πολιτική, παρά μόνο τη χρήση ωμής βίας και τη τιμωρία των ενόχων. Όταν όμως συνειδητοποίησαν ότι βρίσκονταν αντιμέτωποι με ένα αληθινά εθνικιστικό κίνημα, η έκπληξή τους μετατράπηκε σε σοκ και ακραία οργή εναντίον αυτής της ενέργειας, η οποία στην αντίληψη της Υψηλής Πύλης, η Ελληνική Επανάσταση του 1821 θεωρήθηκε ως προδοσία κατά του οθωμανού Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ και αυτό εξηγεί (αν και δεν δικαιώνει) τη τόση θηριωδία των αντεκδικήσεων, όπως εκείνης της σφαγής της Χίου, που συνέβη στις 30 Μαρτίου 1822.[1] Υπό μια έννοια η οθωμανο-ελληνική αυτή «εξέγερση» του 1821 ήταν στην αντίληψη των οθωμανών αξιωματούχων ένας εμφύλιος αιματηρός πόλεμος, εφάμιλλος με τους πολέμους των αδελφοκτονιών ανάμεσα στους πρίγκηπες της Οθωμανικής Δυναστειας και έτσι έπρεπε να αντιμετωπισθεί.

   Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄, σε αυτοκρατορικό του διάταγμα (φιρμάνι) που απέστειλε στον μπεηλέρμπεη της Ρούμελης και σερασκέρη[2] Κιοσέ Μεχμέτ Πασά το 1823 τον διέταξε να καταπνίξει χωρίς έλεος τις ταραχές στο Μωριά και να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποκατασταθεί η τάξη στο Μωριά και στη Ρούμελη. Επίσης, για «ιερό καθήκον» στον πόλεμο εναντίον των «απίστων και αμαρτωλών» Ρωμιών έκανε λόγο και ο Δοικητής της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή Πασάς[3], ανταποκρινόμενος θετικά στην έκκληση της Υψηλής Πύλης για αποστολή στρατιωτικής βοήθειας υπό τον γιο του, στρατηγό Ιμπραήμ Πασά στα ελληνιά εδάφη με σκοπό να καταπνίξει την εξέγερση και την αποστασία.

   Η ελληνική επανάσταση που ξέσπασε το 1821 υπήρξε η πιο σημαντική «εξέγερση – επανάσταση» που έγινε στην οθωμανική επικράτεια και επικράτησε από αυτήν του 1770 για τρεις λόγους: Πρώτον, διότι η ελληνική κοινότητα εκείνη την χρονική περίοδο έπαιζε σημαντικό ρόλο στις οικονομικές και διπλωματικές σχέσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τις Ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις. Δεύτερον, διότι ήδη από την αρχή αυτής της εξέγερσης πολλοί από τους ηγέτες της αποσκοπούσαν στην πλήρη εθνική ανεξαρτησία. Τρίτον, ο βασικός κατά τον συντάκτη, διότι η κρίση που προκάλεσε αυτή η «εξέγερση – επανάσταση» ενέπλεξε άμεσα όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις και όχι μόνο μια δύναμη, όπως έγινε το 1770 (Ρωσία), πράγμα που συνέτεινε, συμπεριλαμβανομένου και της ανόδου του φιλελληνικού κινήματος της Ευρώπης, να μετατραπεί η ελληνική υπόθεση σε «ευρωπαϊκό ζήτημα» με το γνωστό αποτέλεσμα της Ναυμαχίας του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1827.

   Τα Οθωμανικά αρχειακά ντοκουμέντα αποκαλύπτουν, ότι οι Οθωμανοί ήταν εντελώς απροετοίμαστοι για αυτό που ακολούθησε την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Και πράγματι, η διαδικασία εκείνη που αργότερα οδήγησε στο «Τανζιμάτ»,[4] ήταν από πολλές όψεις το επακόλουθο της επιτυχίας των ελλήνων του 1821, καθώς άρχισε να γίνεται φανερό ότι εάν έπρεπε να επιβιώσει η οθωμανική αυτοκρατορία χρειαζόταν να γίνουν σοβαρές αλλαγές και πως η στρατιωτική λύση δεν αποτελούσε πλέον επιλογή.

   Παρόλο λοιπόν, που υπάρχουν σημαντικές διαφορες ανάμεσα στα «Ορλωφικά» και το «Εικοσιένα», οι Οθωμανοί φαίνεται ότι παρέβλεψαν τις εθνικοαπελευθερωτικές διαστάσεις που είχε το δεύτερο, και το ερμήνευσαν λανθασμένα με παρόμοιο τρόπο, όπως και το πρώτο, παρά το γεγονός ότι ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ είχε αναθέσει να μεταφραστούν όλα τα έγγραφα, οι δημόσιες διακηρύξεις και η γνωστή προκήρυξη του Αλέξανδρου Υψηλάντη που είχε φθάσει στα χέρια των οθωμανικών αρχών. Παρά τη νέα πολιτική και πολιτειακή ορολογία που εμπεριείχαν τα έγγραφα αυτά, ο Μαχμούτ Β΄ και οι αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης αντιμετώπισαν την Ελληνική Επανάσταση του 1821 ως μια ακόμα εξέγερση, όπως και του 1770 πίσω από την οποία έβλεπαν, ρωσική υποκίνηση, χωρίς όμως να διαβλέπουν τη συμμετοχή και των άλλων ευρωπαϊκών μεγάλων δυνάμεων, σιωπηρά στην αρχή και με δράση αργότερα, ειδικά μετά τη Σφαγή της Χίου. Η ιδιότητα του Υψηλάντη ως αξιωματικού του ρωσικού στρατού, η φυγή του Μιχαήλ Σούτσου από τη Μολδαβία στη Ρωσία, η παρέμβαση του ίδιου του ρώσου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη, Στρογκανώφ για να σταματήσει το «πογκρόμ» εναντίον των ελληνορθοδόξων στην οθωμανική πρωτεύουσα, που είχε αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Οικουμενικού Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, αλλά και οι μνήμες της εξέγερσης του 1770 και του πρόσφατου ρωσοτουρκικού πολέμου (1806 – 1812) ενέτειναν το κλίμα της ρωσοφοβίας.

   Τέλος, είναι επομένως σαφές ότι οι Οθωμανοί δεν θεωρούσαν ότι η Ελληνική Επανάσταση του 1821 αποτελούσε ένα ριζοσπαστικό εθνικιστικό κίνημα που είχε στόχο την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας, αλλά θεωρούσαν ότι πρόκειται για μια ακόμα αποστασία και μια άνομη συμπεριφορά ενάντια στις ανταποδοτικές σχέσεις ευεργεσίας, δικαιοσύνης και προστασίας, όπως αυτές είχαν δομηθεί μέσα στην αυτοκρατορική ιδεολογία του οθωμανικού κράτους. Ο χρονικογράφος της Υψηλής Πύλης της εποχής, Εσάντ Εφέντη, μάλιστα υποστήριξε ότι η εν λόγω Ελληνική (1821) ήταν ένα αποκλειστικά ένα εσωτερικό γεγονός της οθωμανικής επικράτειας, που εκδηλώθηκε ως προϊόν και συνέπεια του κενού εξουσίας που προκάλεσε η πτώση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων στη Ρούμελη και έλαβε μεγάλες διαστάσεις, λόγω των ανταγωνισμών και της ανικανότητας αρκετών υψηλόβαθμων αξιωματούχων του γραφειοκρατικού και στρατιωτικού μηχανισμού.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

DERINGIL, Selim. Η καλά προστατευόμενη επικράτεια: Ιδεολογία και νομιμοποίηση της εξουσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.  Εκδόσεις, Παπαζήση. Αθήνα, 2003.

ZÜRCHER J Erik. Σύγχρονη ιστορία της Τουρκίας. Εκδόσεις, Αλεξάνδρεια. Αθήνα, 2004

ΜΟΙΡΑΣ, Λεωνίδας. Η ελληνική επανάσταση μέσα από τα μάτια των Οθωμανών. Εκδόσεις, Τόπος. Αθήνα, 2020.

[1] Μετά από αυτό η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη χαρακτήρισε τις οθωμανικές πρακτικές βίας «ανθρωπιστική κρίση» και άρχισε να ασκεί πιέσεις στις κυβερνήσεις τους να λάβουν θέση υπέρ των Ελλήνων.

[2] Σερασκέρης = Αρχιστράτηγος του οθωμανικού στρατού.

[3] Ο οποίος είχε αυτοανακηρυχθεί «Σουλτάνος της Αιγύπτου».

[4] Η χρονική περίοδος από το 1839 μέχρι το 1876, η περίοδος των μεγάλων μεταρρυθμίσεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έμεινε γνωστή στην οθωμανική ιστορία με τον όρο «Τανζιμάτ-ι Χαϊριγιέ (= ευεργετικές μεταρρυθμίσεις)».