ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ Α΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ) 1919-1922

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ Α΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ (ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ) 1919-1922
Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Αντγος ε.α. - π. Δντης ΓΕΣ/ΔΙΣ

ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΩΝ ΣΥΝΘΗΚΩΝ ΕΙΡΗΝΗΣ ΤΟΥ Α΄ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 

ΚΑΙ Ο ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ) 1919-1922

    Γράφει ο Αντγος ε.α. Ιωάννης Γκουγκουστάμος, π. Δντης ΓΕΣ/ΔΙΣ

    Α. Οι συνέπειες των συνθηκών Ειρήνης του Α΄Π.Π.

    Ο εθνικισμός και οι αρπακτικές διαθέσεις των νικητών και των νεόκοπων χωρών είχαν και τούτη τη συνέπεια που αποδείχθηκε μοιραία για την ειρήνη: Δημιούργησαν πληθώρα μειονοτήτων σε πολλές χώρες.

    Μετά το 1919 πάνω από 25 εκατομμύρια κάτοικοι της Ευρώπης συνιστούσαν τις διάφορες μειονότητες της Ηπείρου. Στις συνθήκες ειρήνης καθώς και στον καταστατικό χάρτη της κοινωνίας των εθνών (ΚΤΕ) προβλέφθηκαν εγγυήσεις για τις μειονότητες, αντίθετες ωστόσο προς την αρχή της Εθνικής ανεξαρτησίας και κυριαρχίας.

    Η κατάσταση αυτή οδήγησε σύντομα σε προστριβές και συγκρούσεις ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι ηττημένες δυνάμεις άρχισαν να συνέρχονται από τον πόλεμο και να ξεφεύγουν από τον έλεγχο της Γαλλίας και της Βρετανίας. Δημιουργήθηκαν έτσι οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη του αναθεωρητισμού, της μεταπολεμικής δηλαδή πολιτικής των δυσαρεστημένων χωρών, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ουγγαρίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες προσπαθούσαν να αναθεωρήσουν το εδαφικό καθεστώς που είχε προέλθει από τις συνθήκες ειρήνης του μεγάλου πολέμου.

    Η Γερμανία ειδικά είχε πρόσθετους λόγους να επιθυμεί την αναθεώρηση ή και την κατάργηση της συνθήκης ειρήνης που είχε υποχρεωθεί να υπογράψει επειδή, εκτός από την απώλεια εδαφών, την πολεμική αποζημίωση και την αποστρατικοποίηση της Ρηνανίας, υποχρεώθηκε να διαλύσει την πολεμική της μηχανή και να διατηρεί περιορισμένες μόνο στρατιωτικές δυνάμεις.

    O αφοπλισμός της Γερμανίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η χώρα καταδικάστηκε επίσημα ως υπεύθυνη για τον πόλεμο και για τις συνακόλουθες καταστροφές, προσέβαλε τους Γερμανούς και ευνόησε την ανάπτυξη ακραίων εθνικιστικών κινημάτων, με πρώτο και κύριο το ναζιστικό, που υπονόμευσαν τη Γερμανική Δημοκρατία της Βαϊμάρης (το δημοκρατικό πολίτευμα της ηττημένης Γερμανίας που ανακηρύχθηκε στην πόλη Βαϊμάρη-weimar-το 1918. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης καταλύθηκε ουσιαστικά από τον Αδόλφο Χίτλερ τον Ιανουάριο του 1933 όταν ο τελευταίος διορίστηκε Καγκελάριος από τον υπέργηρο Πρόεδρο της Δημοκρατίας Χίντενμπουργκ) και οδήγησαν τελικά στον Β΄ΠΠ.

    Διαφορετικά προβλήματα προκάλεσε η συνθήκη ειρήνης των νικητών με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η απώλεια εδαφών, που προσαρτήθηκαν σε άλλες χώρες ή αποτέλεσαν ανεξάρτητα κράτη, σε συνδυασμό με την ταπεινωτική μεταχείριση από τους Συμμάχους, ευνόησε την ανάπτυξη ενός εθνικιστικού κινήματος με επικεφαλής τον Μουσταφά Κεμάλ (τον γνωστό ως Αττατούρκ), το οποίο μεταμόρφωσε την Τουρκία σε εθνικό κράτος. Το κεμαλικό εθνικιστικό καθεστώς προώθησε την οργάνωση ισχυρού στρατού, ο οποίος αμφισβήτησε δυναμικά την Ελληνική στρατιωτική παρουσία στη Μ. Ασία, που είχε δημιουργηθεί με εντολή των Συμμάχων από την Άνοιξη του 1919 και για τα επόμενα τρία χρόνια.

    Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης, η οποία υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923, μετά την ήττα της Ελλάδας κατά τη μικρασιατική εκστρατεία, ήταν η οριστική συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Τουρκίας και των συμμάχων της Συνεννόησης. Με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία ανέκτησε την Ανατ. Θράκη και την περιοχή της Σμύρνης. Με την ίδια συνθήκη αναγνωρίστηκε επίσης η κυριαρχία της Ιταλίας στα Δωδεκάνησα και ορίστηκαν τα σύνορα μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας στο Έβρο.

    Β. Οι Ελληνικές διεκδικήσεις μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

    Στο Συνέδριο Ειρήνης των Παρισίων (1919-1920), όπου οι νικητές ανέλαβαν να χαράξουν εκ νέου τον χάρτη της Ευρώπης και της Εγγύς Ανατολής από τη Βαλτική ως τον Περσικό Κόλπο με πρωτεργάτες του συνεδρίου τον Γάλλο πρωθυπουργό Κλεμανσό, τον Αμερικανό πρόεδρο Ουίλσον και τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Λόυντ Τζόρτζ , έγινε εξαρχής φανερό ότι η προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας ήταν μία άκρως δυσχερής επιχείρηση. Οι δυσχέρειες της Ελλάδας προήλθαν κυρίως από την Ιταλία, αλλά και από τις ΗΠΑ, για το λόγο ότι η μεν Ιταλία προωθούσε τις επιδιώξεις της στην περιοχή διά της Αλβανίας, οι δε ΗΠΑ, διά της Τουρκίας. Στο Συμβούλιο των Συμμάχων(Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, Ιταλία και Ιαπωνία) η Ελλάδα μπορούσε να βασίζεται μόνο στην υποστήριξη της Αγγλίας και της Γαλλίας, ενόσω τα συμφέροντα αυτών των δύο δυνάμεων συνέπιπταν με τα δικά της.

    Οι εθνικές διεκδικήσεις της Ελλάδας, όπως υποβλήθηκαν επισήμως από τον Βενιζέλο τον Δεκ. του 1918 στο Συνέδριο στο Παρίσι, περιλάμβαναν τη Β. Ήπειρο, τη Θράκη, τα δυτικά παράλια της Μ. Ασίας και τα νησιά του Αν. Αιγαίου πλην των Δωδεκανήσων, στηρίζονταν δε στην εθνολογική σύνθεση του πληθυσμού της.

    Για την ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας ο Βενιζέλος έθεσε στη διάθεση της Γαλλίας και της Αγγλίας το Α΄ΣΣ (δύο από τις τρείς μεραρχίες του) για να λάβει μέρος στον πόλεμο κατά των Μπολσεβίκων στην Ουκρανία τους πρώτους μήνες του 1919.

    Γ. Η συμμαχική εντολή για την απόβαση του Ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και η έκβαση του πολέμου.

    Ο Βενιζέλος επιδίωξε και εξασφάλισε, σε μία άκρως ευνοϊκή για τη χώρα διεθνή συγκυρία, τη συμμαχική εντολή για την κατάληψη από την Ελλάδα της Σμύρνης και του βιλαετίου του Αϊδινίου, προκειμένου να διατηρήσει την τάξη, που είχε διασαλευθεί, σε μία περιοχή με συμπαγή Ελληνικό πληθυσμό και να προλάβει τυχόν κατάληψή της από την Ιταλία, η οποία ήταν φανερό πως επεδίωκε να θέσει τους συμμάχους της προ τετελεσμένων γεγονότων. Η συμμαχική εντολή του Μαϊου του 1919 προς την Ελλάδα ήταν πάντως προσωρινής ισχύος, αφού την οριστική τύχη της Σμύρνης και της ενδοχώρας της θα έκρινε δημοψήφισμα των κατοίκων ύστερα από πέντε χρόνια Ελληνικής διοίκησης.

    Η ήττα της Ελλάδας στον Ε/Τ πόλεμο που ακολούθησε και η ουσιαστική διάλυση της νικήτριας συμμαχίας του Α΄Π.Π. οδήγησαν στη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923, η οποία αντανακλούσε τον νέο συσχετισμό ισχύος στην περιοχή. Είχαν μεσολαβήσει η εκλογική ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές της 1ης/14ης Νοε.1920 και η επάνοδος του Κωνσταντίνου στο θρόνο της Ελλάδας, η επέκταση του Ελληνικού μετώπου στη Μ. Ασία και η διάσπασή του από τα Τουρκικά στρατεύματα τον Αύγουστο του 1922. Την ήττα και την υποχώρηση του Ε.Σ. ακολούθησαν η πυρπόληση της Σμύρνης τον ίδιο μήνα από τους Τούρκους και ο απηνής διωγμός των Ελλήνων της Μ. Ασίας, του Πόντου και της Ανατ. Θράκης. Η εθνική αυτή συμφορά προκάλεσε εσωτερική κρίση στην Ελλάδα. Τον Σεπ. του 1922 εκδηλώθηκε κίνημα Αξκών του στρατού υπό τον Ν. .Πλαστήρα. Οι κινηματίες υποχρέωσαν τον Κωνσταντίνο να αποχωρήσει οριστικά από την Ελλάδα (στον θρόνο ανήλθε ο γιός του Γεώργιος) και παρέπεμψαν σε δίκη, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας (έγκλημα που διαπράττεται από έναν πολίτη, όταν εξυπηρετεί με διάφορους τρόπους εχθρικές ενέργειες ξένης χώρας σε βάρος της δικής του), έξι στελέχη της βασιλικής παράταξης, τα οποία και εκτελέστηκαν τον Νοε. του ίδιου έτους.

    Αντίπαλος της Ελλάδας στη διάσκεψη της Λωζάννης δεν ήταν πλέον η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά η νέα Τουρκία, η οποία είχε προέλθει από τα ερείπια της Αυτοκρατορίας. Με την πρώτη σύμβαση που υπογράφηκε μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 30 Ιαν./12 Φεβ. 1923,συμφωνήθηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή Ελλήνων ορθόδοξων χριστιανών της Τουρκίας και των μουσουλμάνων της Ελλάδας. Εξαιρέθηκαν από την υποχρεωτική ανταλλαγή οι μουσουλμάνοι της Δ. Θράκης και οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ίμβρου και της Τενέδου. Με την ίδια σύμβαση επιβεβαιώθηκε η παραμονή στην πόλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου.

    Δ. Συμπεράσματα.

    Σε σύγκριση με τη Συνθήκη των Σεβρών, η Συνθήκη της Λωζάννης ήταν σκληρή και ταπεινωτική για την Ελλάδα, αντανακλούσε όμως τον συσχετισμό ισχύος που προήλθε από την ήττα της Ελλάδας στον Ε/Τ πόλεμο, καθώς και τη νέα κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην περιοχή από το 1920. Η Ελλάδα το 1923 ήταν μία χώρα ηττημένη στρατιωτικά, διχασμένη πολιτικά, διεθνώς απομονωμένη και απειλούμενη από τις γειτονικές χώρες, οικονομικά κλονισμένη και υποχρεωμένη να περιθάλψει περισσότερους από ένα εκατομμύριο ενδεείς και άστεγους πρόσφυγες.