Οι βαθύτεροι στόχοι Τουρκίας και τα «ιδεολογικά» πλαίσια της Τουρκικής Στρατηγικής

Οι βαθύτεροι στόχοι Τουρκίας και τα «ιδεολογικά» πλαίσια της Τουρκικής Στρατηγικής
Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Ιδιότητα
Ταξίαρχος ε.α.

Οι βαθύτεροι στόχοι Τουρκίας και τα «ιδεολογικά» πλαίσια της Τουρκικής Στρατηγικής

 

     Γράφει ο Νικόλαος Νικολάου Ταξίαρχος ε.α. 

     (Φοιτητής του τμήματος Τουρκικών, Μεσανατολικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του ΕΚΠΑ)

 

     Για να γίνει κατανοητό το βάθος και η διαχρονικότητα που διακρίνει την τουρκική αντίληψη για την χάραξη της εθνικής στρατηγικής της, θα αναφερθώ αρχικά, σε δύο πολύ σημαντικές έννοιες, την Misak ı Milli (Εθνικός Όρκος) και την Nizam-ı Alem που αποτελούν τον οδικό χάρτη των βασικών αρχών της νέας στρατηγικής που γνωστοποίησε ότι θα εφαρμόσει η Άγκυρα έναντι των εξωτερικών προβλημάτων και των προβλημάτων ασφαλείας που κατά των άποψή των Τούρκων απειλούν την χώρα.

     Misak ı Milli (Εθνικός Όρκος): Το τι σημαίνει στην ουσία ο όρος αυτός, το προσδιορίζει ο Τούρκος Ιστορικός Nurı Köstuklü σε μια ιδιαίτερη αποκαλυπτική μελέτη του με τίτλο: « Το Misak ı Milli και οι Εθνικοί Στόχοι του Ατατούρκ σχετικά με την εξωτερική πολιτική».  Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, ο Κεμάλ Ατατούρκ δήλωσε ανάμεσα στα άλλα ότι: «[…]κάθε έδαφος, όπου ζούν Τούρκοι, περιλαμβάνεται στο Misak ı Milli. Με τη βοήθεια του Αλλάχ,(λέει ο «κοσμικός» Κεμάλ‼) θα πάρω πίσω τη Μοσούλη, το Κιρκούκ και τα νησιά (σσ εννοεί τα νησιά του Αιγαίου και την Κύπρο) καθώς επίσης θα ενσωματώσω εντός των συνόρων της Τουρκίας τη Θεσσαλονίκη και τη Θράκη […]». Αυτόν τον τελευταίο τον εθνικό στόχο επικαλούνται μέχρι σήμερα οι Τούρκοι.

 

     Nizam-ı Alem: Αυτός ο όρος αποτελεί μια θρησκευτικο - πολιτικο - ιδεολογική εθνικιστική κίνηση, που έχει ως στόχο την ανάδειξη της τουρκο-ισλαμικής παιδείας και πολιτισμού, ενώ η εννοιολογική ερμηνεία του παραπάνω όρου, αφορά στην τάξη, στην ομαλότητα και την οικονομική σταθερότητα που εξουσιάζει τη γη και το σύμπαν κάτω από το Ισλάμ. 

     Σύμφωνα με τον Ahmet Davutoğlu στο βιβλίο του «Το Στρατηγικό Βάθος», όπου αποσπάσματα του αναφέρω σε αυτό το άρθρο, κανένα από τα σύνορα της Τουρκίας δεν είναι φυσιολογικά. Σχεδόν όλα είναι πλασματικά. Και συνεχίζει λέγοντας ότι, ως κράτη- έθνη πρέπει να υπάρχει σεβασμός στα σύνορα, ωστόσο ταυτόχρονα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι υπάρχουν και οι φυσικές συνέχειες. Το Κόμμα ΑΚΡ του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όπως υποστηρίζει ο Davutoğlu, έχει αναλάβει την αποστολή μιας νέας Nizam –ı alem και θα αναδείξει το ιερό έθνος των Τούρκων σε μια παγκόσμια δύναμη. Σε αυτό το σημείο ο Davutoğlu στο εν λόγω βιβλίο του, αναφέρει κατά λέξη: «Μέχρι το 2023 θα ξανασυναντηθούμε (ξανασμίξουμε) με τα αδέλφια μας (τους Τούρκους) που βρίσκονται στα εδάφη που χάσαμε την περίοδο 1911-1923 και στα εδάφη από τα οποία αποχωρήσαμε. Αυτό αποτελεί ένα επιτακτικό ιστορικό μας καθήκον».

     Στο δε θέμα του ελέγχου του εμπορευματικού διαύλου Δαρδανέλια – Αιγαίο, ο Davutoğlu εντάσσει και τα ελληνικά Δωδεκάνησα και με ωμή ειλικρίνεια χωρίς περιστροφές αναφέρει στο βιβλίο του ότι: «Στο σημείο αυτό πρέπει να εναρμονιστεί η γεωπολιτικοστρατιωτική πραγματικότητα με την οικονομικοπολιτική πραγματικότητα. Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να αυξηθεί η εξάρτηση των Δωδεκανήσων από τη μικρασιατική ηπειρωτική πλάκα (ΣΣ: εννοεί την Τουρκία δίνοντας και μια γεωλογική διάσταση, την οποία ήδη έχει υιοθετήσει και το ΑΚΡ και γι' αυτό το λόγο «απαγορεύει» στο Καστελόριζο να διεκδικήσει ΑΟΖ ή υφαλοκρηπίδα, έστω και εάν αυτή η γεωλογική διάσταση δεν υφίσταται πλέον στη νέα συνθήκη για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982)». Και συνεχίζει «[…]Μέσα σε αυτόν το στρατηγικό σχεδιασμό το ζήτημα της Κύπρου θα έλθει στο προσκήνιο με πιο ενεργό τρόπο […] Σήμερα, μεταξύ Ανατολικής Ευρώπης – Βαλκανίων - Αδριατικής Θάλασσας – Αιγαίου – Ανατολικής Μεσογείου - Περσικός Κόλπος διαμορφώνεται ένα πεδίο πολυδυναμικής αλληλεπίδρασης […]» Πάνω σε αυτή τη γραμμή που ενοποιεί τα Βαλκάνια με τη Μέση Ανατολή θα είναι αναπόφευκτη η ανάπτυξη νέων εφορμήσεων.

     Όμως ο στρατηγικός γόρδιος δεσμός της Τουρκίας σύμφωνα με τον Davutoğlu είναι και θα είναι η Κύπρος. Σύμφωνα με αυτόν η Κύπρος, που κατέχει κεντρική θέση μέσα στην Heartland της «Παγκόσμιας Νήσου» του Mackinder[1], ευρισκόμενη σε ίση απόσταση από την Ευρώπη, την Ασία και τη Βόρεια Αφρική, βρίσκεται μαζί με την Κρήτη επάνω σε μια γραμμή που τέμνει τις οδούς θαλάσσιας διέλευσης. Συνεπώς, η Κύπρος κατέχει στρατηγική θέση μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν την Ευρώπη και Ασία από τη Διώρυγα του Σουέζ, και την Αφρική από την Ασία, ενώ συγχρόνως έχει τη θέση μιας σταθερής βάσης και ενός αεροπλανοφόρου, που θα πιάνει το σφυγμό των θαλασσίων οδών του Άντεν και του Ορμούζ, μαζί με τις λεκάνες του Περσικού Κόλπου και της Κασπίας Θάλασσας, που είναι οι πιο σημαντικοί οδοί σύνδεσης Ευρασίας – Αφρικής. Έτσι λοιπόν ένα κράτος για να λέγεται ισχυρό, που αγνοεί την Κύπρο δεν μπορεί να είναι ενεργό στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Στις μεν παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μια θέση που (μπορεί να) επηρεάζει ευθέως τις στρατηγικές συνδέσεις μεταξύ Ασίας – Αφρικής, Ευρώπης – Αφρικής και Ευρώπης – Ασίας. Στις δε περιφερειακές πολιτικές, η Κύπρος με την ανατολική της μύτη στέκεται σαν βέλος στραμμένο στη Μέση Ανατολή, ενώ με τη δυτική ράχη της αποτελεί τη θεμέλια λίθο των στρατηγικών ισορροπιών που υπάρχουν στην Ανατολική Μεσόγειο, τα Βαλκάνια και την Βόρεια Αφρική. Ως συμπέρασμα των παραπάνω ο Davutoğlu αναφέρει: «[…]Ακόμα και αν δεν υπήρχε κανένας μουσουλμάνος ή τουρκοκύπριος στην Κύπρο, η Τουρκία ήταν και είναι υποχρεωμένη να έχει ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα αν θέλει να λέγεται ισχυρή, δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη απέναντι σε ένα τέτοιο νησί, που βρίσκεται μέσα στην καρδιά του ίδιου του ζωτικού της χώρου […]».

     Αυτή η γεωστρατηγική σημασία έχει δύο διαστάσεις. Η μία εξ’ αυτών έχει στενή στρατηγική σημασία και έχει σχέση με τις ισορροπίες Τουρκίας – Ελλάδας και «Κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο» - Ελληνικού Τμήματος στην Ανατολική Μεσόγειο. Η δεύτερη διάσταση της γεωστρατηγικής σημασίας είναι ευρείας στρατηγικής σημασίας και σχετίζεται με τη θέση του νησιού μέσα στις παγκόσμιες και περιφερειακές στρατηγικές.

 

Βιβλιογραφική αναφορά:

Ahmet Davutoğlu: «Το Στρατηγικό Βάθος και η Διεθνής Θέση της Τουρκίας», Εκδοσεις: Ποιότητα. Αθήνα, 2010.

Gazi Mustafa Kemal: «NUTUK: Ο Μέγας Ρητορικός» Τόμος Α και Β. Εκδόσεις: Παπαζήση. Αθήνα, 2009.

İnsel Ahmet : «Η Νέα Τουρκία του Ερντογάν». Εκδόσεις: Διάμετρος. Αθήνα, 2017.

NikolasSpykman : «Η Γεωγραφία της Ειρήνης». Εκδόσεις: Παπαζήση. Αθήνα, 2004.

 [1] Ο Sir Halford Mackinder (15 Φεβρουαρίου 1861 – 6 Μαρτίου 1947), ήταν Άγγλος γεωγράφος, ακαδημαϊκός και πολιτικός, ο οποίος θεωρείται ένας από τους ιδρυτές τόσο της γεωπολιτικής όσο και της γεωστρατηγικής της Αγγλοσαξωνικής Σχολής (Ιδρυτής της Γερμανικής Σχολής ήταν αντίστοιχα ο FriedrichRatzel) . Σύμφωνα με τον Mackinder, αναπτύχθηκε η έννοια της Heartland («καρδιά της γης»ή «Περιοχή του Άξονα»), μια περιοχή μεταξύ της ανατολικής Ευρώπης και της Σιβηρίας, δηλαδή το βόρειο και εσωτερικό μέρος της Ευρασίας. Η Heartland κατά τον Mackinder αποτελεί την καρδιά της «Παγκόσμιας Νήσου», όπως αποκαλεί το χερσαίο τμήμα του πλανήτη, η οποία είναι η μεγάλη ευρασιατική μάζα. Τα όρια αυτής της Heartland μεταβάλλονται ανάλογα με την ιστορική στιγμή. Υποστήριζε ότι αυτός που θα αποκτούσε τον έλεγχο αυτής της περιοχής θα αποκτούσε ηγεμονική θέση με την εξής ιστορική φράση: «όποιος ελέγχει τη Heartland , ελέγχει τη Παγκόσμια Νήσο, όποιος ελέγχει τη Παγκόσμια Νήσο, είναι Ο Κυρίαρχος ολόκληρου του Πλανήτη (ΣΣ: σε όλους τους τομείς- στρατιωτικό, οικονομικό, πολιτικό, πολιτισμικό)». Μαθητής του Mackinder, υπήρξε ο δεύτερος μεγάλος γεωπολιτικός επιστήμονας και θεωρητικός της στρατηγικής που ίδρυσε το Τμήμα Διεθνών Σχέσεων και το Ινστιτούτο Διεθνών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Yale, ο Αμερικανός NickolasSpykman, θεμελιωτής της θεωρίας της Reapolitik μαζί με τον Hans Morgenthau, συνεχιστές της οποίας ήταν ο Henry Kissinger και ο Zbigniew Brzezinski, οι οποίοι έκαναν πράξη την παραπάνω θεωρία, που αποτέλεσε και αποτελεί μέχρι σήμερα τον βασικό κορμό της Αμερικανικής Εξωτερικής Πολιτικής. (ΠΗΓΗ: NikolasSpykman : «Η Γεωγραφία της Ειρήνης». Εκδόσεις: Παπαζήση. Αθήνα, 2004)