Η Παρουσία της Εκκλησίας στις Στρατιωτικές Εκδηλώσεις Ενισχύει την Αποτρεπτική Ικανότητα των ΕΔ
Αντιστράτηγος (ε.α) Δημήτριος Μπονώρας, Επίτιμος Υπαρχηγός ΓΕΣ, Πρώην Γενικός Επιθεωρητής Στρατού, Μεταπτυχιακό Τίτλο στις «Ευρωπαϊκές και Διεθνείς Σπουδές» του ΕΚΠΑ.
Στις 19 Ιαν 2022, προσγειώθηκαν στην Ελλάδα τα πρώτα Rafale. Για το λόγο αυτό έγινε τελετή υποδοχής στο πλαίσιο της οποίας πραγματοποιήθηκε αγιασμός.
Για τον αγιασμό και την παρουσία ιερέων στην τελετή έγιναν πολλά αρνητικά και ειρωνικά σχόλια στο ραδιόφωνο και στο διαδίκτυο, όπως:
- …παίρνει διαστάσεις μπουρτζοβλαχίας καθώς εκτέλεσαν αγιασμό και ράντισαν τα αεροσκάφη.
- Ανέκαθεν τρελοί παπάδες συνόδευαν πατριωτικές εκδηλώσεις και έψελναν Τριάδος η φανέρωση….
- Πιλότος Rafale: Μετά τον αγιασμό το μαχητικό πήγαινε πιο γρήγορα.
Πρόσφατα παρακολούθησα στο διαδίκτυο ένα επεισόδιο της εξαιρετικής εκπομπής «Μηχανή του Χρόνου» με θέμα τη «Μάχη στο υψ. 731». Έμειναν βαθιά χαραγμένα στο μυαλό μου τα λόγια ενός ήρωα στρατιώτη που συμμετείχε στη μάχη ως χειριστής πολυβόλου. Ο ήρωας αυτός με την ταπεινότητα του αγνού πατριώτη και χριστιανού είπε:
« …δεν ξέρω πόσους σκότωσα τι ψυχή θα παραδώσω[1]».
Μια από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η εκπαίδευση ενός μαχητή είναι πως έναν πολίτη που έχει μάθει να σέβεται την ανθρώπινη ζωή και τα έργα των ανθρώπων, θα τον κάνει να τα ξεχάσει όλα αυτά και να τον μάθει να χρησιμοποιεί βία. Δηλαδή να σκοτώνει τον εχθρό και να καταστρέφει τις εχθρικές εγκαταστάσεις.
Αυτό γίνεται ακόμα πιο δύσκολο όταν ο άνθρωπος αυτός πέρα από την υπακοή στους νόμους, υπακούει και στην εντολή του Θεού «Αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευεργετείτε όσους σας μισούν» ή πλημυρίζει τη ψυχή του η προτροπή του αποστόλου Παύλου «Εκείνος που αγαπάει όλα τα ανέχεται».
Έτσι παρουσιάζεται μια κατάσταση όπου από την μία πλευρά η Πολιτεία διαπαιδαγωγεί και διδάσκει τους πολίτες να αγαπούν και να σέβονται την ανθρώπινη ζωή και την ανθρώπινη δημιουργία και από την άλλη πλευρά η Πολιτεία, ως κράτος, που έχει το νόμιμο δικαίωμα στην άσκηση βίας, ζητά από τον Στρατό και κατ’ επέκταση από τους στρατιώτες να σκοτώσουν και να καταστρέψουν για το καλό της Πολιτείας.
Πως μπορεί ο στρατιώτης να ξεπεράσει όλους τους ηθικούς περιορισμούς και να κάνει χρήση βίας όταν του ζητήσει η Πολιτεία;
Το θέμα αυτό έχει απασχολήσει την εκκλησία από τους πρώτους αιώνες με το ερώτημα «Μπορεί ένας Χριστιανός να είναι στρατιώτης;»
Η απάντηση που δόθηκε ήταν θετική με τις προϋποθέσεις ότι ο Χριστιανός στρατιώτης θα πρέπει:
--- Να μη συκοφαντεί και να μην εκβιάζει με το φόβο και την απειλή για να αποσπάσει χρήματα. Πρέπει να αρκείται στο μισθό που λαμβάνει για την στρατιωτική υπηρεσία (Λουκ 3.14)
--- Να βλέπει τη στρατιωτική υποχρέωση ως αποστολή για την υπηρεσία της ειρήνης[2].
--- Να συμμετέχει στον πόλεμο όχι επειδή το θέλει ή το επιθυμεί αλλά επειδή επιβάλλεται ως αδήριτη ανάγκη για την αποκατάσταση της ειρήνης[3].
---- Να μην παρασύρεται από αισθήματα μίσους ή αντεκδίκησης3.
Θεωρώ χρήσιμο να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τα λόγια Ίρβιν Σόου που τα βάζει στο κήρυγμα ενός αγγλικανού ιερέα που απευθυνόταν στους στρατιώτες που είχαν γεμίσει το ναό του κατά τη διάρκεια του Β’ΠΠ. Έλεγε ο ιερέας:
«… Τι είναι για έναν στρατιώτη η αγάπη του πλησίον; Πως μπορεί ένας στρατιώτης να σέβεται το λόγο του Χριστού;…… Κι εγώ θα τους αποκριθώ: Σκοτώνετε χωρίς μίσος και χωρίς την επιθυμία του σκοτωμού, με την συναίσθηση της τραγωδίας και της αμαρτίας, μιας αμαρτίας που βαραίνει το ίδιο σε σας όσο και στο θύμα σας….. Σκοτώστε τον, αφού αυτό είναι το χρέος σας αφού μέσα από τις αδυναμίες και τα σφάλματα μου δεν μπορέσαμε να ανακαλύψουμε άλλον δρόμο που να μας οδηγεί προς την ειρήνη, σκοτώνετε όμως με τύψεις, με πόνο, με οίκτο…… Ιστορήστε μου καλύτερα πως κλάψατε αφού σκοτώσατε τον Γερμανό που είχε σταθεί αντίκρυ σας πάνοπλος και επικίνδυνος και τότε εγώ θα σας αποκριθώ: Είσαστε οι υπερασπιστές μου και οι υπερασπιστές της Εκκλησίας μου και της Αγγλίας μου[4]».
Τα αποτελέσματα της βίας που ασκεί ο στρατιώτης για να καταστρέψει τον εχθρό τον στοιχειώνουν μια ζωή και ζει ένα μαρτύριο. Αυτό το μαρτύριο εκφράζει με απλό και δραματικό τρόπο ο ήρωας πολυβολητής της μάχης του υψ. 731. Αυτό το μαρτύριο το περιγράφει με έναν συγκλονιστικό τρόπο ο Παύλος Μελάς σ΄ένα από τα γράμματά του προς τη σύζυγό του στις 28 Αυγ 1904
« …χθες πήγα εις τη εκκλησίαν της Μονής με τους άνδρας μου…. Ουδέποτε με τόση κατάνυξη μετέλαβα. Ο νους μου διαρκώς εστρέφετο προς Εκείνον ο οποίος χάριν ημών και της θείας Θρησκείας του υπέστη το μαρτύριον……Ελπίζω να μας βοηθήσει. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός γενναίος και καλύτερος· έτοιμος δε να κάμω τα πάντα[5]».
Οι στρατιώτες για να υλοποιήσουν την αποστολή τους απαιτείται να παραβιάσουν τους ηθικούς κώδικες με τους οποίους έχουν μεγαλώσει και διαπαιδαγωγηθεί. Αυτή η απαίτηση δημιουργεί την ανάγκη ο Στρατός να έχει διαφορετική κουλτούρα από την κουλτούρα της κοινωνίας. Στρατός που έχει την ίδια νοοτροπία με την κοινωνία είναι μια ακόμα δημόσια υπηρεσία.
Η διαφορετική αυτή κουλτούρα του Στρατού πρέπει να είναι δικαιολογημένη και αποδεκτή τόσο από την Εκκλησία όσο και από την Πολιτεία.
Από την πλευρά της η Εκκλησία αναγνωρίζει ότι για να επιτευχθεί η ειρήνη απαιτούνται θυσίες. Ο Χριστός απευθυνόμενος στους μαθητές του είπε: «Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη αγάπη, από εκείνον που θυσιάζει τη ζωή του για χάρη των φίλων του» (Λουκ 15.14). Επιπλέον, στην επί του όρους ομιλία Του, ο Χριστός δίδαξε ότι « όσοι φέρνουν την ειρήνη στους ανθρώπους αυτοί θα ονομασθούν παιδία του Θεού» (Ματθ. 5.9).
Η Εκκλησία με τη συμμετοχή της σ’ όλες τις εκδηλώσεις του Στρατού υπογραμμίζει ότι η εμπλοκή ενός στρατιώτη στον πόλεμο είναι πράξη χρέους, αυτοθυσίας και αγάπης προς τους συμπολίτες του. Επιπρόσθετα, πολεμώντας οι στρατιώτες για χάριν της ειρήνης και για χάριν της Πατρίδας είναι «παιδία του Θεού».
Από την πλευρά της, η Πολιτεία συντηρεί την ιδιαίτερη κουλτούρα που πρέπει να έχει ο Στρατός. Γι’ αυτό δεν επεμβαίνει (ή δεν πρέπει να επεμβαίνει) στην εκπαίδευση και στη διαμόρφωση των στρατιωτών /μαχητών.
Η Πολιτεία γνωρίζει ότι ο μαχητής έχει αναγκαστεί να σκοτώσει τον εχθρό ξεπερνώντας τους ηθικούς περιορισμούς και για το λόγο αυτό του απονέμει παράσημα. Τα παράσημα δηλώνουν ότι οι πράξεις που έγιναν κατά τη διάρκεια του πολέμου έγιναν για το καλό της Πατρίδας και είναι δικαιολογημένες από την κοινωνία. Για το λόγο αυτό, ο στρατιώτης δεν πρέπει να νοιώθει ενοχές.
Άλλωστε αυτή είναι η διαφορά του μισθοφόρου από τον στρατιώτη. Ο πρώτος χρησιμοποιεί τη βία για προσωπικό όφελος. Ο δεύτερος χρησιμοποιεί τη βία όχι γιατί το θέλει αλλά γιατί του ζητήθηκε από την Πολιτεία. Όχι για να πετύχει προσωπικό όφελος αλλά για το κοινό καλό και για χάριν της ειρήνης.
Όσο ένα μέρος της κοινωνίας ειρωνεύεται την παρουσία τής Εκκλησίας στις στρατιωτικές εκδηλώσεις και ενθαρρύνει την κριτική για την ιδιαίτερη νοοτροπία του Στρατού τόσο θα υπονομεύεται η αποτελεσματικότητα του Στρατού και κατ’ επέκταση η ικανότητα της Πολιτείας να αντιμετωπίσει το κακό και να διατηρήσει μια αξιοπρεπή ειρήνη.
Υ.Γ.: Για όποιον επιθυμεί να εμβαθύνει στο θέμα προτείνω το βιβλίο του Adolf Harnack « Η Χριστιανική Θρησκεία και το Στράτευμα κατά του Τρείς Πρώτους Αιώνες» Αθήνα 2007, Εισαγωγή-Μετάφραση-Επίλογος Αρχιμ Μελέτιου Κουράκλη. Πολλά από τα επιχειρήματα έχουν αντληθεί από το βιβλίο αυτό.
[1] Μηχανή του Χρόνου, ύψωμα 731 Μέρος 2, στο 33:39΄ youtube.
[2] Adolf Harnack, Η Χριστιανική Θρησκεία και το Στράτευμα κατά τους Τρεις Πρώτους Αιώνες, Μετάφραση Αρχιμ. Μελέτιος Κουράκλης, Αθήνα 2007, σελ184
[3] ο.π. σελ183
[4] Irwin Shaw, Ο Χορός των Καταραμένων, Μέλισσα, Αθήνα 1959 σελ 277
[5] Ναταλία Μελά, Παύλος Μελάς Αθήνα 1964 σελ 330