Η Οχύρωση της Παραμεθορίου Ζώνης 1935-1940 80 Χρόνια από την Μάχη των Οχυρών

Η Οχύρωση της Παραμεθορίου Ζώνης 1935-1940 80 Χρόνια από την Μάχη των Οχυρών
Ημερομηνία Σύνταξης Άρθρου
Συντάκτης
Ιδιότητα
Αντγος ε.α., Πρόεδρος Ε.Α.Α.Σ./Παράρτημα Δωδεκανήσου-Ρόδος

Η Οχύρωση της Παραμεθορίου Ζώνης 1935-1940
80 Χρόνια από την Μάχη των Οχυρών

Γράφει ο Αντγος ε.α. Μηνάς Παπαδάκης, Πρόεδρος Ε.Α.Α.Σ./Παράρτημα Δωδεκανήσου - Ρόδος

Γενικά

    Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από την Μάχη των Οχυρών (6-9 Απριλίου 1941). Με την ευκαιρία αυτή  τιμούμε τους 5.630 υπερασπιστές των οχυρών που κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με απόλυτη επιτυχία την επίθεση δύο ενισχυμένων Σωμάτων Στρατού της 12ης Γερμανικής Στρατιάς.

    Η επιτυχία της απόκρουσης της γερμανικής επίθεσης στηρίχθηκε όχι μόνο από την αποφασιστικότητα και τον ηρωισμό των Ελλήνων υπερασπιστών των οχυρών   αλλά και από τον κατά επιστημονικό και τεχνοκρατικό τρόπο , οργάνωση , σχεδιασμό καθώς και από την έγκαιρη προετοιμασία. Η προετοιμασία της Χώρας για πόλεμο, προέβλεπε πέραν των άλλων και την οχύρωση της παραμεθορίου ζώνης , που έλαβε χώρα μεταξύ των ετών 1935 και 1940, ενέργεια την οποία  θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε από την οργανωτική και τεχνοκρατική της πλευρά. 

    Για την ενίσχυση της άμυνας , κυρίως στον τομέα των Ε/βουλγαρικών συνόρων, αποφασίστηκε η κατασκευή σπουδαίων για την εποχή έργων οχύρωσης, ιδιαίτερα πρωτοποριακών τεχνικά.  Ο Ελληνικός Στρατός σε απόλυτη συνεργασία με το επιστημονικό και  τεχνικό προσωπικό της εποχής, υλοποίησε ένα πολύπλοκο και προηγμένο από πλευράς σχεδίασης και υλοποίησης έργο , του οποίου τα δεδομένα δεν έχουν μελετηθεί και αναδειχθεί επαρκώς.

    Μέχρι το 1933 δεν είχε αντιμετωπιστεί συνολικά το θέμα της οχύρωσης της παραμεθορίου ζώνης. Η ανάγκη οχύρωσης προέκυψε όταν το Γενικό Επιτελείο Στρατού λαμβάνοντας υπ’ όψιν τη δυσμενέστερη περίπτωση εμπλοκής της Ελλάδος με την Βουλγαρία και την Αλβανία ταυτόχρονα, αποφάσισε την οχύρωση τμήματος του αβαθούς βραχίονα της χώρας που περιλαμβάνεται μεταξύ των ποταμών Αξιού και Έβρου. Η οχύρωση της περιοχής αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση ζωτικών περιοχών και της στρατηγικής συγκέντρωσης.

    Τα οχυρά δοκιμάστηκαν τόσο κατά την διάρκεια της κατασκευής των στα εργαστήρια του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου  όσο και κατά την μάχη. Εδέχθησαν μεγάλο όγκο βομβών αεροπλάνων και βλημάτων πυροβολικού , με μόνο αποτέλεσμα ελαφρές αποφλειώσεις και ρωγμές , αποδεικνύοντας την υψηλή αντοχή και την άριστη ποιότητα της κατασκευής τους.

 Σχεδιασμός

    Με το πέρας των Βαλκανικών πολέμων 1912-13, η ευρεία ανάπτυξη του Ελληνικού Στρατού , τα εκτεταμένα σύνορα και οι ελλιπείς συγκοινωνίες έπεισαν την επιτελική υπηρεσία του Στρατού για την ανάγκη οχυρώσεως ορισμένων ευπαθών τοποθεσιών των Ε/βουλγαρικών συνόρων , όπου η απειλή παρουσιαζόταν μεγαλύτερη εκείνη την περίοδο. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλιζόταν η Αν. Μακεδονία , η κάλυψη της επιστρατεύσεως και η στρατηγική συγκέντρωση των δυνάμεων. Η οχύρωση των διαβάσεων έγινε με έργα οχυρών ανασχέσεως (8 οχυρά) , που μπορούσαν να παρέχουν περιορισμένη αντίσταση ολίγων ημερών.

    Το θέμα της οχύρωσης της ζώνης των συνόρων ανακινήθηκε τον Νοέμβριο του 1933. Η έλλειψη συστηματικών μελετών έκανε αναγκαία τη μελέτη της οχύρωσης από την αρχή, γεγονός που καθυστέρησε σημαντικά την έναρξη των κατασκευών. Σαν βάση για τις εργασίες της Επιτροπής Μελετών Οχυρώσεως (ΕΜΟ) , που συγκροτήθηκε στις 2 Αυγούστου 1935, ήταν η μελέτη του 3ου Επιτελικού Γραφείου  του Γενικού Επιτελείου Στρατού της 26 Ιουλίου 1935 , που χάραζε τις γενικές γραμμές . Η μελέτη προέβλεπε οχύρωση με προτεραιότητα της ζώνης προς την  Ε/Β μεθόριο και επέκταση της οχύρωσης δυτικά του π. Στρυμόνα στο τμήμα Μπέλες –Κρούσια και ανατολικά του π. Νέστου στην περιοχή Ξάνθης –Εχίνου. Προέβλεπε ημιμόνιμη μορφή οχύρωσης  και αντοχή των έργων σε βλήματα των 105 και 155 χιλ.

    Η οχύρωση της παραμεθορίου ζώνης μελετήθηκε και υλοποιήθηκε από το Μηχανικό του Ελληνικού Στρατού. Για την κατασκευή 21 οχυρών συγκροτήθηκε η Διοίκηση Φρουρίου Θεσσαλονίκης (ΔΦΘ), η οποία άρχισε να κατασκευάζει οχυρά τον Ιούλιο του 1936, αφού αρχικά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο του ίδιου έτους άρχισε να κατασκευάζει το οδικό δίκτυο που ήταν απαραίτητο για την μεταφορά των υλικών.

    Τα οχυρά εκμεταλλεύονταν με τον καλύτερο τρόπο το έδαφος και καθώς ήταν κτισμένα μέσα στον φυσικό βράχο, ήταν σχεδόν απρόσβλητα από εναέριες επιθέσεις. Το κάθε οχυρό είχε σχεδιαστεί  να αμυνθεί προς κάθε κατεύθυνση  (περίκλειστα).

    Οι εργασίες στο μεγαλύτερο μέρος τους εκτελέστηκαν εργολαβικά από Έλληνες εργολάβους και Ελληνικές εταιρείες , εκτός των εργασιών οδοποιίας , χαρακωμάτων, συρματοπλεγμάτων, τεχνικής απόκρυψης και διευθέτησης των πεδίων βολής , που έγιναν απολογιστικά από στρατιωτικά τμήματα.

    Τα μόνιμα οχυρά περιελάμβαναν ευκολίες άνετης επικοινωνίας και διαβίωσης του προσωπικού. Κατασκευάστηκε πλήρες οδικό δίκτυο που εκτεινόταν από τα κύρια οδικά και σιδηροδρομικά δίκτυα μέχρι τις θέσεις μάχης. Κατασκευάστηκαν επίσης εγκαταστάσεις φωτισμού, ύδρευσης, αποχέτευσης, επικοινωνίας , κωλύματα από συρματοπλέγματα , σιδηροδοκούς και σκυρόδεμα, Α/Τ τάφροι , αποτμίσεις κ.α.

    Η οχυρωματική αυτή γραμμή έλαβε το όνομά της από τον τότε πρωθυπουργό και αξιωματικό του Μηχανικού Ιωάννη Μεταξά.  

Κατασκευή

    Η κατασκευή των οχυρών έλαβε χώρα την περίοδο 1936-1940 και η γραμμή των οχυρών κάλυπτε μήκος 170 χλμ. Η δαπάνη του έργου ανήλθε στο ποσόν του 1,5 δισεκατομμυρίου δραχμών (κατ’ εκτίμηση, πάνω από 2 δις Ευρώ με σημερινές τιμές). Το 68% του παραπάνω ποσού αντιπροσωπεύει την καθαρή εργολαβική εργασία και το 32% την αξία υλικών κατασκευής που διατέθηκαν από την στρατιωτική υπηρεσία.

    Τα οχυρά κατασκευάστηκαν με βάση το γαλλικό σύστημα οπλισμού του σκυροδέματος. Για λόγους οικονομίας έγινε δεκτό ότι τα προστατευτικά πάχη του σκυροδέματος θα υπολογίζονται με βάση την πτώση ενός μόνο βλήματος σε κάποιο σημείο , αντί των δύο που προέβλεπε ο τότε κανονισμός. Στην άνω στρώση της πλάκας της οροφής των επιφανειακών έργων , πάχους 0,20μ., χρησιμοποιήθηκε σκυρόδεμα με αναλογία 600 χλγ τσιμέντου ανά κ.μ. Για την αρτιότερη κατασκευή, έλαβε χώρα προμήθεια αναμικτήρων σκυροδέματος,  αεροκίνητων δονητών μάζας σκυροδέματος και κοσκίνων για τον κοκκομετρικό έλεγχο σκύρων και άμμου.

    Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στα έργα ήταν άριστης ποιότητας. Ο σιδηρούς οπλισμός διαμέτρων Φ6, Φ10 και Φ20  προερχόταν από το εξωτερικό. Το 1939 η ΔΦΘ αναγκάστηκε να ελαττώσει τον οπλισμό του σκυροδέματος , επειδή αντιμετώπιζε δυσκολίες στην εισαγωγή- προμήθειά του.

    Το τσιμέντο υψηλής αντοχής ήταν προϊόν της εγχώριας βιομηχανίας. Για την αύξηση της αντοχής των οχυρών και των τόξων των σηράγγων , χρησιμοποιήθηκε λεπτή θηραϊκή γη σε αναλογία 50χλγ/κ.μ.. 4.000 τόνοι θηραϊκής γης χρησιμοποιήθηκαν στην οχύρωση.  Η ελληνική τσιμεντοποιία παρήγαγε τότε ένα ειδικό για την περίσταση τσιμέντο υψηλής αντοχής (500-600χλγ/τ.ε. - σύμφωνα με τους τότε κανονισμούς) το οποίο χρησιμοποιείτο σε αναλογία 400χλγ/κ.μ., αλλά έφτανε και μέχρι διπλασιασμού στην άνω στρώση της πλάκας της οροφής των οχυρών.

    Το τσιμέντο και ο σίδηρος παραδίδονταν από την στρ. υπηρεσία στους εργολάβους για τη διασφάλιση της ποιότητος. Ο έλεγχος της αντοχής του παραγόμενου σκυροδέματος γινόταν από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Η συνεργασία με τον καθηγητή του ΕΜΠ Περικλή Παρασκευόπουλο στον τομέα του οπλισμένου σκυροδέματος ήταν άριστη. Στο ΕΜΠ αποστέλλονταν δοκίμια διαστάσεων 0,20Χ0,20Χ0,20μ., από το σκυρόδεμα κάθε επιφανειακού έργου. Οι επίσημες δοκιμές έδιναν εξαιρετικά αποτελέσματα , με αντοχή σε θλίψη που κυμαινόταν από 300-400 χλγ ανά τετραγωνικό εκατοστό. Να σημειωθεί ότι στα λοιπά έργα της εποχής με δυσκολία επιτυγχάνονταν αντοχές Β120.

    Όλες οι εγκαταστάσεις προστατεύονται από οπλισμένο σκυρόδεμα πάχους 1-2μ. , αναλόγως της θέσης των. Η ενίσχυση της θεμελίωσης των έργων αποφασίστηκε να γίνει μόνο σε εδάφη με μεγάλη κλίση , με βύθιση του μετωπικού τοιχίου σε ικανό βάθος μέσα στο έδαφος, ώστε να απομακρύνεται η ενέργεια της υπόγειας διάρρηξης του βλήματος κάτω από την κατώτερη επιφάνεια του δαπέδου.

    Τα οχυρά παρείχαν ικανοποιητική κάλυψη και πυκνότητα όπλων. Η παραλλαγή τους θεωρείται πλήρης. Κάθε οχυρό περιβαλλόταν από απαγορευμένη ζώνη 5-10 χλμ, με διάφορα φυλάκια επιτήρησης, σειρές συρματοπλεγμάτων, παγίδες και όπου το έδαφος επέτρεπε , αντιαρματικά εμπόδια ή αντιαρματική τάφρο βάθους 4μ.

    Στις στοές των οχυρών είχαν κατασκευαστεί τυφλοί διάδρομοι μήκους περίπου 20μ. , χωρίς πλευρικά ανοίγματα, ενώ στο τέλος υπήρχε φάτνωμα με πολυβόλο, από την εσωτερική πλευρά, για την εξόντωση του εισβολέα.

    Σημαντική καινοτομία των οχυρών ήταν η ύπαρξη δευτερευόντων κρυφών εξόδων οι οποίες οδηγούσαν σε κρίσιμα σημεία της επιφάνειας του οχυρού , με σκοπό την εκτόξευση αντεπίθεσης εναντίον εχθρικών τμημάτων που τυχόν είχαν κατορθώσει να επικαθίσουν στην επιφάνεια του οχυρού. Τα έργα αυτά έδιναν στον διοικητή του οχυρού τη δυνατότητα να διεξάγει ενεργητική άμυνα , χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά στις εφεδρείες του προϊσταμένου κλιμακίου.

    Τα οχυρά που κατασκευάστηκαν διέθεταν μεγάλα υπόγεια καταφύγια για την ασφαλή διαβίωση της φρουράς, σύστημα αερισμού με χημικά φίλτρα για προστασία από χημικά αέρια και από τα αέρια που αναπτύσσονταν κατά τη διάρκεια των βολών. Για την εύρυθμη λειτουργία όλων των συστημάτων προβλέφθηκε η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας. Η εγκατάσταση όμως κατάλληλων μηχανημάτων έγινε σε μικρή κλίμακα λόγω ελλείψεως των απαραίτητων πιστώσεων. Στη διάρκεια του πολέμου χρησιμοποιήθηκαν τελικά λάμπες πετρελαίου για φωτισμό και χειροκίνητα μηχανήματα αερισμού.

 Συμπεράσματα

    Η αντοχή των ενεργητικών σκεπάστρων υπήρξε απόλυτη. Αν και υπέστησαν καταιγισμό βομβών 200χλγ και πυρών πυροβολικού παντός διαμετρήματος μέχρι 215 χιλ.,  αντιστάθηκαν και δε σημειώθηκε καμία καταστροφή επιφανειακού έργου. Προβλήματα παρουσιάστηκαν στον εξαερισμό καθώς τα χειροκίνητα συστήματα απαιτούσαν αρκετό προσωπικό για τη λειτουργία τους.

    Η ύπαρξη της γραμμής των οχυρών επέτρεψε τη χρησιμοποίηση του όγκου των Ελληνικών δυνάμεων κατά των Ιταλών, χωρίς να υπάρχει ανησυχία για βουλγαρική ενέργεια.

    Η οχύρωση αν και προοριζόταν για να αποκρούσει βουλγαρική επίθεση, απεδείχθη ισχυρή και ανίκητη για τα ισχυρότερα μέσα του γερμανικού στρατού. Οι Γερμανοί που επιθεώρησαν αργότερα τα οχυρά τα χαρακτήρισαν, ως το χρυσό μέσο όρο μεταξύ του γαλλικού συστήματος και των άλλων ευρωπαϊκών συστημάτων της εποχής και ως το καταλληλότερο σύστημα οχύρωσης για ορεινά εδάφη.

    Η αποφασιστικότητα των Ελλήνων υπερασπιστών των οχυρών , ο επιτελικός σχεδιασμός και η άριστη κατασκευή τους δεν επέτρεψε στις γερμανικές δυνάμεις να διασπάσουν την οχυρωμένη τοποθεσία.

    Η γραμμή των οχυρών υπήρξε έργο τεράστιο και θαυμάσιο, αποτέλεσμα μόχθου και εργασίας εκατοντάδων αξιωματικών , ιδιαίτερα του Μηχανικού, οι οποίοι εργάστηκαν ολόψυχα , σε συνεργασία με επιστημονικό δυναμικό της χώρας και χιλιάδες οπλίτες και εργάτες επί σειρά ετών , σε δυσπρόσιτες και τραχείς παραμεθόριες περιοχές. Κατόρθωσαν , όπως απεδείχθη εκ του αποτελέσματος , να κατασκευάσουν έγκαιρα και με μικρό κόστος ένα μεγαλειώδες , λειτουργικό και στιβαρό έργο.   

Επίλογος

    Αντί επιλόγου, ας δούμε τι αναφέρει ο ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου κ. Θεοδόσιος Τάσιος στο ενημερωτικό δελτίο του Τ.Ε.Ε. της 4ης  Μαρτίου 2002, σε άρθρο του με τίτλο ‘’Η οχύρωση των Βορείων Συνόρων μας 1936-1940. Ελληνικά χέρια, Ελληνικά λεφτά κι Ελληνική τεχνογνωσία κατασκεύασαν ένα μέγιστο τεχνικό έργο’’.

        ‘’Τώρα είναι (επιτέλους) καιρός ν' αναμνησθούμε ότι Ελληνικά χέρια, Ελληνικά λεφτά, Ελληνική διευθυντική οργάνωση κι Ελληνική τεχνογνωσία, κατασκεύασαν (πριν από 65 χρόνια) ένα μέγιστο τεχνικό έργο: Την οχύρωση των Βορείων Συνόρων της Χώρας, κατασκευασμένη απ' τον Ελληνικό Στρατό κι απ' τους Έλληνες Μηχανικούς.  Ιδού πρώτα μια συνοπτική παρουσίαση του Έργου:

Περίοδος: 1937-1940

Δαπάνη: 1,5 δισεκατομμύριο τοτινές δραχμές (η σημερινή ισοδυναμία των οποίων μπορεί να κυμαίνεται από 2 έως 20 τρισεκατομμύρια δραχμές, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίον θα βρεθεί η αντιστοιχία).

Σύνολο ημερομισθίων : 3.000.000

Μήκος υπογείων στοών:  24.000 μ.

Μήκος υπογείων καταφυγίων: 13.000 μ.

Υπόγειες και επιφανειακές εκσκαφές: 900.000 κυβ. μ.

Τσιμέντο (ειδικό 500 χγ/εκ2, και κοινό) : 66.000 τόνοι

Σκυροδέματα (οπλισμένα και άοπλα): 180.000 κυβ. μ.

Σιδηρούς οπλισμός : 12.000 τόνοι

Σωλήνες αερισμού: 17.000 μ.

Σωλήνες ύδρευσης : 75.000 μ.

Σωλήνες αποχέτευσης:  24.000 μ.

    Κάθε σύγκριση με τον υπόγειο σιδηρόδρομο των Αθηνών ή μ' οποιοδήποτε άλλο σύγχρονο τεχνικό έργο, κάνει τον θαυμασμό μας να μεγαλώνει για το επίτευγμα εκείνο, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η διασπορά του έργου σε δυσπροσπέλαστα βουνά και οι δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες.

    Κι όμως, το δημόσιο αυτό Έργο πραγματοποιήθηκε φτηνά, σωστά και γρήγορα!

    Τι είχαν παραπάνω εκείνοι οι πατεράδες κι οι παππούδες-μας, που δεν το 'χουμε εμείς; Άντε, ντε... Μερικοί κακεντρεχείς, λένε ότι είχαν λίγο μεγαλύτερη δόση από κείνη την ιδιότητα η οποία (λόγω εντόπιας ανεπάρκειας;) βαφτίζεται με τον αρβανίτικο όρο «μπέσα». Κι είχαν βέβαια κι έναν μάνατζερ που λεγόταν Ελληνικός Στρατός - μια αναγνώριση η οποία δεν ακούγεται όσο συχνά οφείλεται.’’