Η ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ ΚΑΙ ΤO NOHMA
ΤΗΣ ΕΠΟΠΟΙΙΑΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ ΤΗΣ «ΓΡΑΜΜΗΣ ΜΕΤΑΞΑ»,
6-9 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1941
του Κωνσταντίνου Χασόγια, θεολόγου του Ε.Κ.Π.Α
Την 6η Απριλίου 1941 η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία επετέθη στην πατρίδα μας προκειμένου να σώσει την τιμή των Ιταλών συμμάχων της από τις συνεχόμενες πανωλεθρίες στο μέτωπο της Ηπείρου και αφετέρου να προχωρήσει χωρίς φόβο στην σχεδιασμένη επίθεση της προς την Ε.Σ.Σ.Δ.
Οι πανίσχυροι Γερμανοί , μέχρι τότε νικητές σε όλα τα μέτωπα του πολέμου, είχαν εκπονήσει το σχέδιο "Μαρίτα", που προέβλεπε την επίθεση των γερμανικών δυνάμεων από τη Βουλγαρία με σκοπό την κατάληψη των ακτών του Β. Αιγαίου, της Θεσσαλονίκης και έπειτα όλης της Ελλάδος. Το σχέδιο εκτέλεσε η 12η Γερμανική Στρατιά, η οποία απαρτιζόταν από: το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων, το 18ο Ορεινό Σώμα Στρατού, το 30ο Σώμα Στρατού[1].
Στις 6 Απριλίου 1941 στις 05.00 π.μ., δια του Γερμανού πρέσβεως στην Αθήνα Βίκτωρ Φον Έρμπαχ, επεδόθη η διακοίνωση του πολέμου προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, αφού ο Μεταξάς είχε αποβιώσει ήδη. Οι ισχυρισμοί των Γερμανών ήταν αστήρικτοι και ήθελαν ξεκάθαρα να βοηθήσουν τους Ιταλούς. Ο Κορυζής, ενημέρωσε τον Ανώτατο Άρχοντα της Χώρας, Βασιλέα των Ελλήνων Γεώργιο Β΄ και τον Αρχιστράτηγο Αλ. Παπάγο, για την επικείμενη επίθεση. Η γραμμή της ελληνικής ηγεσίας ήταν ότι ο αμυντικός αγώνας έπρεπε να συνεχίσει μέχρις εσχάτων. Το πολεμικό ανακοινωθέν ήταν σεμνό και λιτό: « Από της 5:15 ώρας της σήμερον ο εν Βουλγαρία γερμανικός στρατός προσέβαλλεν απροκλήττως τα ημέτερα στρατεύματα της ελληνικής μεθορίου. Αι δυνάμεις μας αμύνονται του πατρίου εδάφους.». Ακολούθησαν τα ιστορικά διαγγέλματα Βασιλέως, Πρωθυπουργού και Αρχιστρατήγου, προς τον ελληνικό λαό. Για άλλη μία φορά οι Αξιωματικοί, Υπαξιωματικοί και Οπλίτες καλούνταν να αποδείξουν στο πεδίο της μάχης την άρτια εκπαίδευση που είχαν λάβει προπολεμικά αντιμετωπίζοντας με γενναιότητα και αποφασιστικότητα το νέο και ισχυρότερο εισβολέα. Τον Απρίλιο του 1941 ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε να πολεμάει με δύο εχθρούς ταυτόχρονα.
Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ
Στην «γραμμή Μεταξά» υπήρχαν εικοσιένα (21) οχυρά που κατασκευάστηκαν στη Μακεδονία τη χρονική περίοδο 1936-1940. Η οχυρωμένη τοποθεσία έλαβε το όνομα του πρωθυπουργού της Ελλάδος από το 1936 Ιω. Μεταξά καθώς το έργο αυτό υπήρξε δική του έμπνευση. Σε αυτά γράφθηκε το νέο έπος την άνοιξη του 1941. Το μήνυμα των υπερασπιστών προς τους επιτιθέμενους Γερμανούς ήταν ξεκάθαρο. «Μολών Λαβέ» «Τα οχυρά δεν παραδίδονται», όπως δήλωσε περήφανα ο Διοικητής του οχυρού Ρούπελ, Αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος! Οι γερμανικές δυνάμεις επιτέθηκαν ταυτόχρονα σε ολόκληρο το μήκος των ελληνοβουλγαρικών συνόρων χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που διέθεταν. Η άμυνα των ημέτερων δυνάμεων ήταν πράγματι υπεράνθρωπη. Ειδικά οι φρουρές των οχυρών Ρούπελ και Λίσσε, δέχθηκαν το βάρος της επιθέσεως και κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν τα γερμανικά άρματα και να αψηφήσουν το σφυροκόπημα του πυροβολικού και την έντονη δράση της γερμανικής αεροπορίας. Ενδεικτικά αναφέρεται η ηρωική αντίσταση του πολυβολείου Π8 με επικεφαλής τον Λοχία Δημήτριο Ίτσιο, στο Μπέλλες, πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών. Ο Ίτσιος παραδόθηκε στους Γερμανούς όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά του και αφού νωρίτερα είχε σκοτώσει δεκάδες άνδρες του Γ’ Ράιχ. Μάλιστα οι εμπειροπόλεμοι Γερμανοί υπέστησαν μεγάλες απώλειες καθώς είχαν 555 νεκρούς , 2.134 τραυματίες και 170 εξαφανισθέντες, ενώ οι απώλειες των ελληνικών δυνάμεων του Τμήματος Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (Τ.Σ.Α.Μ.) δεν υπερέβησαν τους 1.000 νεκρούς και τραυματίες στο τριήμερο της σύγκρουσης στη «Γραμμή Μεταξά»[2]. Ωστόσο ο αγώνας ήταν άνισος. Οι Γερμανοί διέσπασαν την άμυνα των Γιουγκοσλαβικών δυνάμεων, αφού η 2η Τεθωρακισμένη Μεραρχία κατέβαλε την αντίσταση των Σέρβων στα ανατολικά της Στρώμνιτσας. Τα γερμανικά τεθωρακισμένα εισήλθαν στην ελληνική επικράτεια από τη Μακεδονία και την 8η Απριλίου 1941 συγκρούσθηκαν με την ελληνική Μηχανοκίνητη Μεραρχία την οποία κατανίκησαν στην περιοχή της Δοϊράνης έξω από το Κιλκίς. Εν συνεχεία προχώρησαν και το βράδυ της ιδίας μέρας έφθασαν και κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Πρωινές ώρες της 9ης Απριλίου 1941 ο Αντιστράτηγος Κων/νος Μπακόπουλος , Διοικητής του Τ.Σ.Α.Μ. υπέγραψε το πρωτόκολλο συνθηκολόγησης με τον Γερμανό Διοικητή της 2ης Γερμανικής Τεθωρακισμένης Μεραρχίας Αντιστράτηγο Ρούντολφ Φάιελ (Rudolf Veiel), ο οποίος δέχθηκε τη συνθηκολόγηση με εξαιρετικά έντιμους όρους για τις ελληνικές δυνάμεις.
Η ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΠΟΥΣ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ.
Η μάχη των Οχυρών της «Γραμμής Μεταξά», 6 έως 9 Απριλίου 1941 ήταν το δεύτερο «ΟΧΙ», των Ελλήνων στον Άξονα. Χάρη στην ελληνική άμυνα στο Καλπάκι, στο ύψωμα 731, στη «Γραμμή Μεταξά» σε συνδυασμό με την μάχη της Κρήτης, επετεύχθη η επιβράδυνση των επιχειρήσεων και καθυστέρησε η γερμανική επίθεση κατά της ΕΣΣΔ . Η ηρωική γενιά των μαχητών του 1940-’41 διέθετε κατάλληλη Ηγεσία, ήταν εκπαιδευμένη, είχε αξίες, ιδανικά και πίστευε στον Θεό. Η γενιά εκείνη με τον αγώνα της και το αίμα της, άλλαξε τον ρου της Ιστορίας του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Τούτο είχε σαν αποτέλεσμα την καμπή των εξελίξεων υπέρ των Συμμαχικών δυνάμεων. Ο αγώνας των Ελλήνων επί επτά μήνες (Οκτώβριος 1940-Μάιος 1941) φανέρωσε στο πεδίο της μάχης ότι δεν ήταν άτρωτες οι δυνάμεις του Άξονα. Παράλληλα καταρρίφθηκε και το δόγμα του «Κεραυνοβόλου Πολέμου» (Blitzkrieg). Τέλος, ο ίδιος ο Χίτλερ, παραδέχθηκε σε ομιλία του την αξία του Έλληνα στρατιώτη. Αξίζει να υπογραμμισθεί ότι η προσφορά της Ελλάδας στην συμμαχική νίκη συνεχίσθηκε και μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, αφού ο αγώνας κατά των κατακτητών συνεχίσθηκε από αντιστασιακές οργανώσεις στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό όπου ο Ελληνικός Στρατός πολέμησε στην Βόρειο Αφρική (Ελ Αλαμέιν), την Ιταλία (Ρίμινι) , στα νησιά του Αιγαίου. Τη θυσία αυτή ανεγνώρισαν, διαρκούντος του πολέμου, τόσο οι σύμμαχοι όσο και οι εχθροί της Ελλάδος .
Τότε οι Έλληνες μαχητές ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις της δίνης του πολέμου γράφοντας νέες σελίδες δόξας στην νεότερη ελληνική Ιστορία. Στις μέρες μας τα προαναφερθέντα ιστορικά γεγονότα έχουν ιδιαίτερη αξία και νόημα διδάσκοντας στις νεότερες γενιές των Ελλήνων τόσο το ηρωικό παρελθόν όσο και το καθήκον της υπερασπίσεως της πατρίδος σε περίπτωση επίθεσης από επίδοξο εισβολέα. Περήφανα λοιπόν μπορούν οι Έλληνες του σήμερα να καμαρώνουν ότι « τοιούτων μεν έστε προγόνων» (αυτοί ήσαν οι πρόγονοί μας). (Ξενοφώντος , Κύρου Ανάβασις, 3.2.14).
[1] Παπαφλωράτος Ι., Η Ιστορία του ελληνικού στρατού (1833-1949), Τ. 2ος , εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 2014, σελ. 212
[2] Γ.Ε.Σ./Δ.Ι.Σ. , Αγώνες και νεκροί του Ελληνικού Στρατού κατά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, 1940-1945, εκδ. ΔΙΣ, Αθήνα 1990, σελ.9