«Ἡμεῖς διά τόν Σταυρόν
ἀνδρείως ὑπερμαχόμεθα»
(Ἀνδρέας Κάλβος)
Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῆς μιᾶς Ἁγίας, Ὁμοουσίου καί Ἀδιαιρέτου Τριάδος, διότι μᾶς ἐχάρισε καί τό σωτήριον ἔτος 2021. Καί δοξάζομεν τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τήν δύναμιν καί Πνεύματος Ἁγίου ὑμνοῦμεν τήν ἐξουσίαν, διότι κατά τό σωτήριον ἔτος 2021 ἑορτάζομεν τήν ἐπέτειον τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπό τῆς ἐνάρξεως τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος τῆς ἐθνικῆς παλιγγενεσίας τήν 25ην Μαρτίου 1821, ὁ ὁποῖος ἔγινε «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν Πίστιν τήν Ἁγίαν καί τῆς Πατρίδος τήν Ἐλευθερίαν» ( Γεώργιος Κλεάνθης ὁ Σάμιος).
Ἀξία μεγάλου ἑορτασμοῦ γιά κάθε ἄνθρωπο, ἰδίως γιά κάθε Χριστιανό ἡ ἀναγγελθεῖσα τήν ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἀπό τήν ἁμαρτία καί τόν πνευματικό θάνατο, διά τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ καί τοῦ καθόλου μυστηρίου τῆς θείας Οἰκονομίας.
Ἀλλά καί ἀξία μεγάλου πανηγυρισμοῦ γιά κάθε ἐλεύθερο Ἕλληνα ἡ ἀπαρχή τῆς ἀπελευθερώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Γένους ἀπό τοῦ μακραίωνος ζυγοῦ, ὅμοιον τοῦ ὁποίου δέν ἀναφέρει ἡ Ἱστορία, καί ἡ ἀποκατάσταση τῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία ὑπῆρξεν πάντοτε τό ἀνώτερον ἐθνικόν ἰδεῶδες, καί γιά τήν ὁποία διετυπώθη τό σύνθημα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ἤ ΘΑΝΑΤΟΣ».
Χριστιανοί μου, Ἕλληνες!
Ὁ Ἕλληνας, τό θαῦμα αὐτό τῆς ἀνθρωπίνης ἱστορίας, ἀπό τά πρῶτα ἴχνη τῆς ἐμφανίσεώς του σέ αὐτήν, παρουσιάζει μοναδικόν σύμπλεγμα πνευματικῆς, ψυχικῆς, ἠθικῆς, αἰσθητικῆς καί τεχνικῆς ἀκόμη συνθέσεως, μέ περιοδικές ἱστορικές μεγαλουργίες, ἀπό τίς ὁποῖες ὅμως ὡς Ἔθνος, γιά τά ἀναμφισβήτητα ἐλαττώματα τῆς φυλῆς, κατά καιρούς ἐκπίπτει μέχρι ταπεινώσεως καί ὑποδουλώσεως του σέ λαούς ὑποδεεστέρας πνευματικῆς ὑποστάσεως καί παραμένει στήν ταπείνωση τῆς δουλείας μέχρι τήν ἀναγέννηση καί ἀνανέωση τῶν δυνάμεων τῶν θείων δώρων τῆς φυλῆς, μέ τά ὁποῖα, μέ πραγματικές θυσίες τῶν ἁγνῶν αἱμάτων γνωστῶν καί ἀγνώστων ἡρώων, ἀποκαθίσταται, ὅπως κατά τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, στήν ἀνθρώπινη εὐδαιμονία τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἡ ὁποία συνιστᾶ καί τήν ἀνωτέρα βαθμίδα τοῦ ἀληθινοῦ πολιτισμοῦ.
Τό Ἔθνος, ἀφοῦ ἀποκατεστάθη στήν ἐλεύθερη ζωή, συνεκέντρωσε ὅλες του τίς δυνάμεις γιά τήν στερέωση καί ἐπικράτηση τῆς ἐλευθερίας, εὐχαρίστησε εἰλικρινῶς τόν Θεόν γιά τήν ἐπιτευχθεῖσα ἐθνική ἀνάσταση καί ἐξεδήλωσε τήν εὐγνωμοσύνη του μέ τήν ἀνέγερση λαμπροῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελιστρίας στήν Ἀθήνα καί χιλιάδων περικαλλῶν Ἱερῶν Ναῶν ἀνά τήν ἐπικράτεια, ἀναγνωρίζοντας ὡς κύριο παράγοντα τοῦ Εἰκοσιένα τήν ἱερή κιβωτό, πού διεφύλαξε ἀλώβητη καί γονιμοποιό τήν ὑψηλή καί ἀείζωο παράδοση τῆς φυλῆς, μέσα στόν ἐθνικό κατακλυσμό, δηλαδή τήν μητέρα, τροφό καί φρουρό του Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Διότι, ὅταν ὁ Πορθητής ἐνεχείριζε στόν πρῶτο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως Πατριάρχη τήν ἀργυρή ποιμαντορική ράβδο, συνεκρότει ἀκουσίως ἐκ νέου τήν ἑνότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, πού εἶχε ὑποτάξει. Τήν συνεκρότει, κάτω ἀπό τό ἱερό σκῆπτρο τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνεγνώριζε ἐμπράκτως τήν ὑπεροχή της.
Αὐτοκράτορα τῶν Ἑλλήνων, αἰχμάλωτο στά χέρια τοῦ Σουλτάνου, χαρακτηρίζει ὁ Μένδελσων Βαρθόλδυ τόν Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Αὐτός, ὁ αἰχμάλωτος αὐτοκράτορας καί τό ἐπιτελεῖο του, τό ἀνώτερο ἱερατεῖο, πού τόν περιστοιχίζει καί οἱ πνευματικοί του Μέραρχοι, οἱ Μητροπολῖτες, καί οἱ ἀξιωματικοί καί οἱ στρατιῶτές του, οἱ Ἱερεῖς στίς πόλεις καί στά χωριά, ὅλο τό ἀπέραντο στράτευμά του ἐργαζόνταν ἀπό τήν ἑπομένη ἡμέρα τῆς ἁλώσεως γιά τήν ἀπολύτρωση τοῦ Γένους. Γιά πρώτη φορά στήν Ἱστορία τῶν λαῶν ἐμφανίζεται μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τό φαινόμενο νά κρατεῖ ψηλά τήν λαμπάδα τῆς προόδου τῶν φώτων. Ἐργάσθηκε μέ ὅλες τίς δυνάμεις της, γιά τήν ἐξάπλωση τῆς ἑλληνικῆς παιδείας, προσδοκώντας ἀπό αὐτή τήν ἀνάσταση τοῦ Ἔθνους. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί, πολύ συχνά, ὁ ἱερωμένος καί ὁ διδάσκαλος, ὁ ἐθνικός παιδαγωγός, εἶναι ἕνα καί τό αὐτό πρόσωπο, ὅπως ἀργότερα, ὅταν ἔλθει ἡ μεγάλη ἡμέρα τῶν θαυμάτων, ὁ ἴδιος θά γίνει μάρτυρας καί ἥρωας τοῦ ἐθνικοῦ ἀγῶνος, σέ ὁλόκληρη φάλαγγα αἱματωμένων ράσων, πού ἐκάησαν ὅλα στήν πελώρια πυρκαϊά τῆς ἐθνικῆς ἐξεγέρσεως. Καί εἶναι ἀκριβῶς ἐδῶ τό σημεῖο, πού πρέπει νά σαρωθοῦν οἱ ἄστοχες καί ἀντιεπιστημονικές γνῶμες ὅτι τό Εἰκοσιένα ἔλαβε τήν ἔμπνευσή του ἀπό τήν Γαλλική Ἐπανάσταση. Ἐκείνη ἡ ἐπανάσταση, κοινωνική πρωτίστως, εἶχε καί σαφέστατα ἀντικληρική ἀπόχρωση.
«Καί πάλι ξαναμίλησε ἡ Πατρίδα μου
κι ἔτρεμε ἡ Ἄσπρη θάλασσα φλογάτη.
-Ἀκοῦστε! Ἐ γ ώ καβάλα δέν ἀνέβηκα
ποτέ μου στῆς Φραγκιᾶς τό ἄτι!
Εἶν’ ἡ δική μου ἡ Ἐπανάσταση
Μέ τοῦ παπᾶ τήν Πίστη σφραγισμένη.
Μέ τοῦ φτωχοῦ λαοῦ μου τήν ἀπάρνηση.
Μέ τοῦ κοτζάμπαση τό βιός ἁρματωμένη.
Κι οἱ τρεῖς μέ μιά ψυχή, μέ μιά καρδιά
στό αἷμα τους μοῦ δῶσαν βαφτισμένη
τήν ἀγγελοπλασμένη Λευτεριά!
-Ἀνέμισε τό μπαïράκι, Ἑλλάδα μου,
κι ἡ Ἱστορία τό κράζει·
‘’ Ἡ ἐπανάσταση εἶναι γέννα σου
Εἶναι καί δέν ἀλλάζει!’’»
(Χλόη Ἀχαϊκοῦ).
Ἀλλά τήν σημαία τοῦ Εἰκοσιένα ὕψωσαν καί ἐκράτησαν χέρια Ἐπισκόπων.
Ὑποκλινόμεθα μέ εὐλάβεια ἐνώπιον τῶν ἕνδεκα Πατριαρχῶν, τῶν ἑκατόν καί πλέον Μητροπολιτῶν καί τῶν ἕξι χιλιάδων Ἱερέων καί Μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεσφράγισαν διά τοῦ αἵματός των τήν ὑπογεγραμμένη ἀπό τόν Θεό ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος.
Αὐτή εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας. Μήτηρ καί τροφός, αἱμοδότης καί ἀσπίδα, κιβωτός καί φρουρός τοῦ Γένους καί τῆς φυλῆς. Ρῖγος ἱερό διαπερνᾶ τό σῶμα μας ὅταν μελετοῦμε τίς σελίδες τοῦ 1821. Σελίδες, οἱ ὁποῖες δέν θά εἶχαν γραφεῖ ἄν δέν ἦταν ἡ Ἐκκλησία μας, ἡ Πίστη μας.
Πρό μιᾶς ἀντιθέτου γιά τήν Ἑλλάδα διεθνοῦς καταστάσεως μόνον ἕνα θαῦμα μποροῦσε νά ἀναστήσει τό δοῦλον Ἔθνος. Καί τό θαῦμα αὐτό τό ἔκανε ἡ Ἐκκλησία μας. Αὐτή ἄνοιξε τίς πτέρυγές της καί ἀγκάλιασε τούς Ἕλληνες. Αὐτή προέταξε τά στήθη της στόν κατακτητή. Αὐτή ὀργάνωσε μυστικά τόν ἀγῶνα.
Κληρικός ἦταν ὁ Ἱερομάρτυς Ἅγιος Πατριάρχης Γρηγόριος ὁ Ε΄ γιά τόν ὁποῖο ὁ ἱστορικός καί πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης εἶπε «Ἡ ἀνεξαρτησία ἐγράφη τό 1821. Καί θέλετε νά σᾶς εἴπω ποίαν ἡμέραν; ἐγράφη κατά τήν ἡμέραν, καθ’ ἥν ὁ μέγας Ποιμενάρχης τῶν Ὀροδόξων λαῶν ἐξερχόμενος ἀπό τά ἅγια τῶν ἁγίων ἐκρεμάσθη ἁγιάζων καί ἁγιαζόμενος καί τρώγων ἀκόμη τόν ἅγιον ἄρτον καί πίνων ἀκόμη τό αἷμα τοῦ Κυρίου. Ἐκείνην τήν ἡμέραν ἐγράφη τό δόγμα τῆς ἀνεξαρτησίας. Καί θέλετε νά σᾶς εἴπω ποῦ ἐγράφη; ἐν ταῖς καρδίαις σας. Καί διά ποίας ὕλης ἐγράφη; Διά τοῦ αἵματος τοῦ Γρηγορίου. Τοιαύτη γραφή, κύριοι, ἀδύνατον πότε νά ἐξαλειφθῇ» (3 Αὐγούστου 1864).
Κληρικός ἦταν ὁ Ἐθνεγέρτης Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ὁ ὁποῖος εὐλόγησε καί ὕψωσε τό λάβαρον τῆς Ἁγίας Λαύρας τήν 25η Μαρτίου 1821 «Καί πνεῦμα θεῖο χύθηκε μέ μιᾶς εἰς τήν Ἁγία
Ψυχή τοῦ ἐνδόξου Γερμανοῦ, πού ἀτρόμητος ἀπλώνει
τό ξακουστό τό Λάβαρο κι ἀπό τήν Ἐκκλησία
πρῶτος προβαίνει ἀγωνιστής καί πρῶτος ξεσπαθώνει»
γιατί
«στοῦ Γερμανοῦ τό μέτωπο κρυφά γλυκοχαράζει
τοῦ Γένους τό ξημέρωμα».
Κληρικός ἦταν ὁ ἐκρηκτικός Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος - Παπαφλέσσας, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἄναψε τήν φλόγα τῆς Ἐπαναστάσεως στήν Πελοπόννησο, ἔχυσε καί τό αἷμά του στό Μανιάκι, γιά νά γίνει ὁ τόπος ἐκεῖνος ἱερός βωμός τῆς Ἑλλάδος.
Κληρικός ἦταν καί ὁ μαρτυρικός Ἐπίσκοπος Σαλώνων Ἡσαΐας, ὁ ὁποῖος προσέφερε τήν ζωή του στήν πλαγιά του Καλλιδρόμου, γιά νά ἀνοίξει ὁ δρόμος πρός τήν Ἐλευθερία.
Κληρικός ἦταν καί ὁ θρυλικός Ἀθανάσιος Διάκος, ὁ ὁποῖος στήν γέφυρα τῆς Ἀλαμάνας πολεμώντας γιά τήν Πίστη του καί τήν Πατρίδα του ἔδωσε τήν θαρραλέα ἀπάντηση
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας μουρτάτες νά χαθῆτε,
ἐγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέ νά πεθάνω»
καί μετέτρεψε τό σουβλί τοῦ μαρτυρίου του σέ πανύψηλο κοντάρι, στήν κορυφή τοῦ ὁποίου κυματίζει ἡ σημαία τῶν ἰδανικῶν τοῦ ἐλευθέρου κόσμου.
Κληρικός ἦταν ὁ ἡρωϊκός Ἐπίσκοπος Ρωγῶν Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος ἐτέλεσε τήν τελευταία Θεία Λειτουργία πρό τῆς Ἐξόδου, ἐκοινώνησε τούς προμάχους καί ἀνετίναξε τόν Ἀνεμόμυλο τοῦ Μεσολογγίου πού
«τό ράσο τοῦ Δεσπότη του φορεῖ γιά σάβανό του
καί φλογερό μετέωρο πετᾶ στόν οὐρανό του
καί θάφτεται ὁλοζώντανο∙ στό διάβα του τρομάζουν
τ’ ἀστέρια πού τό κοίταζαν καί ταπεινά μεριάζουν»
(Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης)
Κληρικός ἦταν ὁ Ἐθνομάρτυς Μητροπολίτης Χίου Πλάτων Φραγκιάδης, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ἐνωτίσθηκε τόν λόγον τοῦ Χριστοῦ «ὁ ποιμήν ὁ καλός τήν ψυχήν αὐτοῦ τίθησιν ὑπέρ τῶν προβάτων»(Ἰωάν. ι΄,11) ὁδηγήθηκε στό ἰκρίωμα τοῦ μαρτυρίου καί κατοχύρωσε αἰωνίως τήν Ὀρθόδοξη Χριστιανική καί Ἑλληνική Ταυτότητα τῆς μυροβόλου ἁγιοτόκου Χίου.
Κληρικός ἦταν ὁ Ἀρχιδιάκονός του Μακάριος Γαρρῆς, ὁ ὁποῖος στοιχούμενος στήν εὐαγγελική ἐπιταγή «ὅπου ἐγώ εἰμί ἐκεῖ καί ὁ διάκονος ὁ ἐμός ἔσται» (Ἰωάν. ιβ΄, 26) ἀκολούθησε στήν ἀγχόνη τοῦ μαρτυρίου τόν Ἐπίσκοπό του, μέ τόν ὁποῖο ἦταν «συνηρμοσμένος ὥσπερ χορδή κιθάρᾳ».
Κληρικός ἦταν ὁ Ἱερομάρτυς Σταμάτιος Χαρτουλάρης, ὁ ὁποῖος ἀνέμειξε τό αἷμα του μέ τό αἷμα τοῦ Κυρίου ὁ ἴδιος θύμα καί ἱερεῖον.
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ ἀνδρεῖος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ὁ ὁποῖος πολεμοῦσε προσευχόμενος, διεβεβαίωνε ὅτι «ὁ Θεός ἔχει ὑπογράψει τήν ἐλευθερία τῆς Ἑλλάδος καί δέν παίρνει πίσω τήν ὑπογραφή του», καί ἀγωνιζόταν γιά νά «ἀναστήσουμε μιά πατρίδα πού κεφαλή θἄχη τόν Χριστό».
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ τίμιος Κωνσταντῖνος Κανάρης, ὁ ὁποῖος πρίν καί μετά ἀπό τό κατόρθωμά του στό λιμάνι τῆς Χίου ἐπῆγε στήν Ἐκκλησία τῶν Ψαρῶν γιά νά δεηθεῖ καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό
«Μες τ’ἀναμμένα κύματα
τόν εἶδε νά περάση
νά πεταχθῆ σάν ἄγγελος
στά ὁλόχαρα Ψαρά
καί σάν παιδάκι κλαίγοντας
στήν Ἐκκλησία νά φθάση
κ’ἐκεῖ τ΄ὡραῖο στεφάνι του
ν’ἀφήση προσφορά.
Ἄξιο ‘ς ἐμᾶς παράδειγμα
ἁγνῆς ταπεινωσύνης
νά κλίνη ὁ μεγαλόδοξος
σεμνά τήν κεφαλή
γιά νά προσφέρη ἀσύγκριτο
σημεῖον εὐγνωμοσύνης
στόν Ἕνα, πού τήν δύναμι
χαρίζει κι ἀφαιρεῖ»,
(Γεώργιος Μαρτινέλης),
καί ἀργότερα ἀνήγειρε στήν Ἀθήνα τόν Ἱερό Ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Κυψέλης.
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ εὐλαβής Ἰωάννης Μακρυγιάννης, ὁ ὁποῖος ἐχαρακτήριζε τήν Ὀρθοδοξία «πολύτιμον τζιβαϊρικόν», ἐπίστευε ὅτι «εἶναι ἀδύνατες οἱ θέσες κι ἐμεῖς, ὅμως εἶναι δυνατός ὁ Θεός ὁποῦ μᾶς προστατεύει», καί «θρησκείαν δέν ἀλλάζομεν ἐμεῖς, οὔτε τήν πουλοῦμεν», καί διεκήρυττε ὅτι «ὅταν μοῦ πειράζουν τήν πατρίδα μου καί τήν θρησκείαν μου, θά μιλήσω, θά ἐνεργήσω κι ὅ,τι θέλουν ἄς μοῦ κάνουν».
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ στραυραετός τῆς Ρούμελης, ὁ Γεώργιος Καραϊσκάκης, ὁ ὁποῖος ἀφιέρωνε τάμα εὐλαβικό, ἀργυρόχρυση ἐπένδυση τῆς εἰκόνος Παναγίας τῆς Προυσιώτισσας, μέ τά τρία παράσημά του, τά ἀσημένια ἀστέρια (1824) .
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ Ἡγεμών τῆς Μάνης Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, ὁ ὁποῖος ἔγραφε στόν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μετά τόν θρίαμβο στά Δερβενάκια «Ἰδού ὁ Θεός μεθ’ ἡμῶν ὡς ἐπάταξεν ἔθνη πολλά καί ἀπέκτεινε βασιλεῖς κραταιούς. Ὁ Παντοκράτωρ Θεός δέν μᾶς ἀφήνει εἰς τήν διάκρισιν τοῦ ἐχθροῦ. Ὄχι, ὄχι βέβαια, ἀλλά εἶναι σύμμαχός μας κατά πάντα καθώς ἐμπράκτως πολλάκις τό εἴδομεν καί ἄμποτε εἰς τό ἑξῆς διά τῆς δυνάμεως τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ καί τῆς ἐνεργείας καί γενναιότητος σας ν’ἀφανισθῇ ὁ ἐχθρός ἐξ ὁλοκλήρου».
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ Πρίγκηψ Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης, ὁ ὁποῖος ἔκανε τήν ἔναρξη τοῦ ἱεροῦ ἀγῶνος μέ τήν προτροπή «Μάχου ὑπερ Πίστεως καί Πατρίδος» διότι «εἶναι καιρός...νά κρημνίσωμεν ἀπό τά νέφη τήν ἡμισέληνον καί νά ὑψώσωμεν τό σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν! λέγω τόν Σταυρόν»(24 Φεβρουαρίου 1821).
Πιστός Χριστιανός ἦταν ὁ γενναῖος Ὀδυσσσέας Ἀνδροῦτσος, ὁ ὁποῖος ὁμολογοῦσε ὅτι «μέ τήν βοήθεια τοῦ Παντοδύναμου ἐκάμαμε ὅ,τι ὁ κόσμος δέν ἐκαρτέρηγε ἀπό ἡμᾶς».
Πιστός Χριστιανος ἦταν ὁ σεμνός Μᾶρκος Μπότσαρης,ὁ ὁποῖος ἔκλεισε ἡρωϊκως τά μάτια του μέ τά λόγια «μείνατε πιστοί στήν πατρίδα καί πιστοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ» (8 Αὐγούστου1823).
Πιστή Χριστιανή ἦταν ἡ καπετάνισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, ἡ ὁποία ἔγραψε στούς προκρίτους καί τούς δημογέροντας «Ὑπό τό σημεῖον τοῦ Σταυροῦ θά ρεύση ἐπίσης τό αἷμά μου. Εὐλογητός ὁ Θεός!».
Αὐτοί ἐδημιούργησαν τό Εἰκοσιένα. Αὐτοί ἐτέλεσαν τίς Μεγάλες καί Βασιλικές Ὧρες τοῦ Ἔθνους. Αὐτοί ἐπύργωσαν τόν ὡραιότερο πύργο στήν Ἑλλάδα , τόν πύργο τῆς ἐλευθερίας.
Ἡ ἐλευθερία τοῦ Ἔθνους μας ἐγεννήθη στούς θόλους τῶν Ναῶν μας καί ἔζησε στά ἅγια θυσιαστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας. «Φῶς ἱλαρόν» ἀκτινοβολεῖ ἀπό τά ἐνδότατα, ἀνεξερεύνητα βάθη τῆς Πίστεως. Ἡ χρυσή, ἀλύμαντη σφραγίδα τῆς Ὀρθοδοξίας εἶναι τό φυλαχτό καί ἡ πυξίδα μας γιά νά μήν χάσουμε στήν πορεία μας τόν πολικό ἀστέρα τῆς Ἑλλάδος, γιά νά μήν βρεθοῦμε σέ κανένα μας σταθμό ἔξω ἀπό τούς κόλπους τοῦ εὐμενοῦς Θεοῦ τῶν Πατέρων μας. Ἄς ἀντλοῦμεν ἀενάως εὐκρασία, εὐρωστία, εὔπνοια ἀπό τίς ἀστείρευτες πηγές τῆς Ἱστορίας μας. Πηγή γάργαρη καί λαγαρή ἀπό τίς πλουσιώτερες, πηγή μεγάλη, στήν ὁποία στραγγίζουν καί ἀνανεώνονται ὅλα τά νάματα τοῦ Ἑλληνοχριστιανισμοῦ εἶναι ἡ μυσταγωγία τοῦ Εἰκοσιένα.
Φτερουγίζει χερουβικά ἐπάνω ἀπ’ τούς τόπους τῆς θυσίας.
Κελαϊδεῖ ἐωθινά μέσα στίς ἰαχές τῆς μάχης.
Ἀναρπάζει ἀπόκοτα στούς κόλπους της τήν πραγμάτωση τοῦ πόθου τῆς ἐλευθερίας.
Ἁγιασμένη στά λάβαρα τῶν Ἐκκλησιῶν.
Σφικτοδεμένη στό σκοινί τοῦ Πατριάρχη.
Ματωμένη στά Χιώτικα Μοναστήρια.
Ὁρμητική στίς μποῦκες τῶν κανονιῶν τοῦ Μεσολογγίου.
Ἀδούλωτη στούς πύργους τῆς Μάνης.
Φωτισμένη ἀπ’ τόν δαυλό τοῦ Κανάρη.
Φλογισμένη ἀπ’τούς σπινθῆρες στό Κούγκι καί στά Ψαρά.
Κρεμασμένη στά γιαταγάνια τοῦ Μπότσαρη καί τοῦ Καραϊσκάκη. Νικηφόρα στίς μάχες τοῦ Πετρόμπεη καί τοῦ Ἀνδρούτσου.
Εὐλογημένη ἀπ’ τόν Τριαδικό Θεό.
Ἀνεκτίμητο στέμμα τῆς αἰωνίου Ἑλλάδος.
Μυσταγωγία, κατηχουμένη ἀπό τόν εὐαγγελικό λόγο τοῦ Γέρου τοῦ Μοριᾶ στούς μαθητές τοῦ Βασιλικοῦ Γυμνασίου Ἀθηνῶν κάτω ἀπ’ τόν ἴσκιο τοῦ ἀρχαίου Παρθενῶνα: « Πρέπει νά φυλαξέτε τήν πίστη σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι, ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος» (8 Ὀκτωβρίου 1838).